Μετά από αρκετό καιρό αποφάσισα
να γράψω ξανά. Όχι εξαιτίας της κρισιμότητας των περιστάσεων, διότι δεν
έχω τίποτα τρομερές εξυπνάδες να πω και ενδεχομένως τίποτα που δεν ξέρετε ήδη.
Αποφάσισα να γράψω διότι πλέον θεωρώ πως μπορώ να έχω αποκρυσταλλωμένη άποψη
για κάποια θέματα, μετά από ατελείωτες ώρες διαβάσματος.
Κατόπιν αυτού, ιδού η
αποκρυσταλλωμένη άποψη μου.
Πώς φτάσαμε εδώ που είμαστε (παραμονές δημοψηφίσματος);
Κατά την άποψή μου, ο ΣΥΡΙΖΑ
επεδίωξε τους στόχους του, οι οποίοι δεν περιελάμβαναν το σκίσιμο των μνημονίων
(αυτά είναι για να τα μασάνε οι αφελείς που συντάσσονται ή αντιπολιτεύονται σε
αυτό το επίπεδο), αλλά τη βελτίωση των όρων τους σε επίπεδο καθημερινότητας των
πολιτών, βασιζόμενος σε τρεις παραδοχές.
Πρώτον, ο ΣΥΡΙΖΑ υπολόγιζε ότι οι αγορές θα χορέψουν το χορό του
φόβου, όταν το ενδεχόμενο Grexit
άρχιζε να φαντάζει περισσότερο πιθανό. Και, όπως θα δούμε παρακάτω, όταν
δοκιμάστηκε αυτό το χαρτί, οι αγορές δεν χόρεψαν, τουλάχιστον όχι στο βαθμό που
θα λειτουργούσε ως deal changer,
προφανώς διότι πλέον είναι άπαντες περισσότερο προετοιμασμένοι για το σενάριο
αυτό. Όπως προετοιμασμένοι είναι και οι εταίροι μας, οπότε ούτε αυτοί χόρεψαν
αναλόγως. Δεν είναι όμως πως δεν ανησυχούν για αυτό το σενάριο, είναι πως
προετοιμάστηκαν μεν, αλλά ποτέ κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος για τα
αποτελέσματα με ασκήσεις επί χάρτου, ιδίως όταν υπάρχουν ακόμη φωνές που δεν
μπορείς να παραβλέψεις και υποστηρίζουν το αντίθετο. Η ανάλυση των λόγων
σχετικά με το γιατί δεν χόρεψε κάθε επιμέρους παίκτης εκφεύγει των ορίων του
παρόντος και μένει να φανεί εάν στο μέλλον θα στρωθώ να αναλύσω την άποψη μου
και επ’ αυτών. Επί του παρόντος, κρατάμε το δεδομένο ότι χοροί και πανηγύρια
δεν ξεκίνησαν, μετά την προκήρυξη του δημοψηφίσματος και συνεπώς διαψεύστηκε η
πρώτη παραδοχή.
(Παρένθεση : Η καλοπροαίρετη
αντιμετώπιση αυτής της παραδοχής υπαγορεύει να θεωρήσουμε ότι η πιθανότητα να
χορέψουν οι αγορές ή/και οι εταίροι μας ήταν 50 – 50, οπότε απλώς δεν έκατσε η
ζαριά. Η κακοπροαίρετη αντιμετώπιση αντίθετα υπαγορεύει να θεωρηθεί ως
μνημειώδης βλακεία. Η αλήθεια για μένα είναι στη μέση. Όταν ακούγονταν και
ακούγονται ακόμη – και μετά το πρώτο
crash test της 29
ης Ιουνίου – φωνές που ισχυρίζονται ότι
τα πράγματα
δεν είναι τόσο απλά σε περίπτωση Grexit, δυσκολεύομαι να αποδεχτώ είτε την καλοπροαίρετη, είτε
την κακοπροαίρετη αντιμετώπιση, ως τις μόνες δύο πιθανές εξηγήσεις του γιατί
υιοθετήθηκε η παραδοχή αυτή. Επίσης, στο σημείο όμως αυτό, θα πρέπει να αναφέρω
ότι, μετά από δύο μνημόνια και ένα μεσοπρόθεσμο, το ρίσκο της μετάδοσης
αναπόφευκτα θα είναι μικρότερο από αυτό που υπήρχε το 2010, οπότε δεν μπορώ
παρά να αναρωτιέμαι πόσο σοβαρά και κυρίως αποτελεσματικά διαπραγματευτήκαμε
τότε, που άπαντες ήταν απροετοίμαστοι.)
Δεύτερον, ο ΣΥΡΙΖΑ υπολόγιζε ότι υπάρχει ή είμαστε κοντά στην
επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος, ώστε να είμαστε σε θέση να πληρώνουμε στο
εσωτερικό και να απειλούμε στο εξωτερικό ότι θα πιστολιάσουμε χρέος και τόκους.
Αποδεικνύεται εν τέλει και εκ του αποτελέσματος ότι ουδέποτε εσωτερικά ήμαστε ή
είμαστε σε θέση να καλύψουμε τα έξοδα μας, διότι άλλως δεν θα υπήρχε ανάγκη να
τρέχουμε πίσω από επιμήκυνση της υπάρχουσας συμφωνίας, ή την επίτευξη
ενδιάμεσης ή νέας συμφωνίας.
Εάν σωστά ή λάθος, ο ΣΥΡΙΖΑ στηρίχθηκε
σε αυτή τη παραδοχή, νομίζω πως δεν θα είμαστε ποτέ σε θέση να απαντήσουμε ανενδοίαστα
και οριστικά, δεδομένου ότι για αρκετό καιρό ακούγαμε για την επίτευξη
πρωτογενούς πλεονάσματος, αλλά κανείς δεν μπορούσε να είναι σίγουρος ότι αυτό
υπήρχε ή ήταν δημιουργική λογιστική.
Τρίτον, ο ΣΥΡΙΖΑ θεώρησε ότι θα μπορούσε να επιτύχει πολιτικές
συμμαχίες εντός ευρωζώνης με χώρες που δεν θα ήθελαν να βρεθούν στη θέση της
Ελλάδας, μεταξύ των πολλών υποψηφίων που υπάρχουν. Κατ’ αρχήν, μπορεί να
ειπωθεί ότι αυτή είναι η μόνη παραδοχή που φαίνεται πειστικότερη, αλλά θα
έπρεπε να έχει υπολογισθεί πως μεταξύ του συμφέροντος μιας χώρας και των
επιλογών της ηγεσίας της, μεσολαβεί το συμφέρον του πολιτικού συστήματος της.
Όσο λοιπόν λογική φαντάζει η στοίχιση της Πορτογαλίας, της Ισπανίας, αλλά ακόμη
και της Ιταλίας και της Γαλλίας, πίσω από την Ελλάδα και η άσκηση πίεσης υπέρ
του τερματισμού των ανερμάτιστων πολιτικών λιτότητας, τόσο ουτοπική (;) φαντάζει
η έμμεση, με τον τρόπο αυτό, παραδοχή από τα πολιτικά συστήματα των χωρών αυτών
ότι δεν έκαναν όλα όσα μπορούσαν να κάνουν για να γλιτώσουν τους λαούς τους από
τις επιπτώσεις των πολιτικών που επέλεξαν, ή ακόμη και τους επιβλήθηκαν, αλλά
αποδέχθηκαν να εφαρμόσουν.
Σε όλα αυτά, ας προσθέσουμε πως,
κατά τη γνώμη μου,
η
συμφωνία της 20ης Φεβρουαρίου 2015, αποδείχθηκε ένας
διαπραγματευτικός ελιγμός εκ μέρους των εταίρων και των δανειστών μας, ώστε ο
χρόνος να μετρά αντίστροφα και εις βάρος μας. Ενόσω οι περισσότεροι, μεταξύ
αυτών και η κυβέρνηση, νόμιζαν ότι διαπραγματευόμαστε, αυτό που πραγματικά
συνέβαινε ήταν ότι
εξαντλούνταν
και τα τελευταία ταμειακά αποθέματα που διαθέτουμε ως χώρα για τη πληρωμή
των δανειακών υποχρεώσεων μας. Η απώλεια αυτών τα ταμειακών διαθεσίμων
λειτούργησε, όπως φαίνεται, και υπέρ της διάψευσης της δεύτερης επιλογής, περί
πρωτογενούς πλεονάσματος. Ακόμη τελικά κι αν υπήρχε τέτοιο, όταν δώσαμε και τα
τελευταία μετρητά μας, για την εξόφληση δανειακών υποχρεώσεων μας, τότε περίπου
βάλαμε τα χεράκια μας και βγάλαμε τα ματάκια μας.
(μια καλή ανάλυση για το θέμα της
συμφωνίας της 20
ης Φεβρουαρίου, μπορείτε να βρείτε
εδώ,
παρότι το άρθρο αφορά το δημοψήφισμα)
(Βέβαια, ούτε μπορώ να φανταστώ
τι θα γινόταν, κυρίως στο εσωτερικό μέτωπο της χώρας, εάν είχαμε βγει να
αρνηθούμε π.χ. τη πληρωμή της δόσης του
Απριλίου
ή του
Μαΐου
προς ΔΝΤ.)
Έτσι, όταν ήγγικεν η λήξη της
παράτασης, βρεθήκαμε μπροστά στο
take it or leave it και στη προθεσμία των 48 ωρών,
και η κυβέρνηση με την πλάτη στον τοίχο διαπραγματευτικά. Ή θα αποδεχόταν μια
πολύ κακή συμφωνία (χειρότερη από την ήδη κακή που είχε αναγκαστεί να
προτείνει) ή θα βουτούσε στο κενό, ή όπως γενικότερα διατυπώνεται στα
αχαρτογράφητα νερά.
Last but not least, ας καταγραφεί πως
η
απόφαση της ΕΚΤ, την 28η Ιουνίου, να συνεχίσει την παροχή
ρευστότητας προς το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, μέχρι τη λήξη του προγράμματος
(30 Ιουνίου) και στα ίδια επίπεδα με αυτά της 26
ης Ιουνίου και ενώ
στο μεταξύ έχουν πέσει όλοι οι Έλληνες με τα μούτρα στα ΑΤΜ να σηκώνουν χρήματα,
ούτε τυπικά σωστή, ούτε ουδέτερη μπορεί να χαρακτηριστεί. Τυπικά σωστή δεν
είναι διότι, σύμφωνα με το καταστατικό της, η ΕΚΤ είναι υπεύθυνη για τη
σταθερότητα του νομίσματος και του τραπεζικού συστήματος στη ζώνη του ευρώ και,
έχοντας υπόψη ότι οι τράπεζες ενός μέλους τίθενται εν κινδύνω, θα έπρεπε να
φροντίσει να αποσοβηθεί ο κίνδυνος αυτός (το μέγεθος του οποίου δεν γνώριζε
ακόμη, διότι οι αγορές ήταν κλειστές και δεν είχαν δώσει σημεία αντίδρασης
ακόμη). Ούτε ουδέτερη όμως
μπορεί να
θεωρηθεί διότι είναι προφανές ότι η
αναπόφευκτη,
μετά από αυτή την απόφασή της, επιβολή περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων, θα
στρίμωχνε περαιτέρω την ελληνική κυβέρνηση, η οποία προσπαθούσε να
ξεστριμωχθεί.
(επί του πιεστηρίου :
επικριτικό άρθρο ως προς τη στάση της ΕΚΤ στην ελληνική κρίση)
Καλό θα ήταν όμως να διευκρινιστεί
ότι οι αστοχίες που διαπιστώνονται παραπάνω, ουδόλως σημαίνουν πως οι εταίροι
και δανειστές μας είναι άμοιροι ευθυνών (δείτε
εδώ
ένα άρθρο για το πώς τα εμπορικά πλεονάσματα της Γερμανίας υπονομεύουν τη
σταθερότητα του ευρώ) ή δεν έπραξαν ό,τι ήταν δυνατόν για να υπονομεύσουν τη
διαδικασία της διαπραγμάτευσης, ακόμη και παριστάνοντας ότι διαπραγματεύονται .
Ως προς δε την άδοξη και αδιέξοδη κατάληξη των διαπραγματεύσεων, αξίζει να
παρακολουθήσετε το βίντεο γερμανικού καναλιού που θα βρείτε
εδώ.
Γιατί προκηρύχθηκε το δημοψήφισμα;
Όπως υπονοήθηκε και παραπάνω, η
προκήρυξη του δημοψηφίσματος, κατά ένα μέρος, έγινε προκειμένου να ξεφύγει η
κυβέρνηση από το αδιέξοδο των διαπραγματεύσεων, διότι πλέον ήταν προφανές ότι
δεν υπήρχε περίπτωση να πετύχει κάτι από όσα ήλπιζε, αλλά από την άλλη δεν
μπορούσε να αποδεχθεί και όσα της ζητούσαν, στο μέτρο που, ακόμη κι αν τα
δεχόταν, είναι μάλλον αμφίβολο ότι θα μπορούσαν να ψηφιστούν από τη Βουλή. Και
για να πάψουμε να κοροϊδευόμαστε, η καταψήφισή τους δεν θα οφειλόταν μόνο στο
γεγονός ότι η αριστερή πλατφόρμα ή / και οι ΑΝΕΛ θα διαφοροποιούνταν. Ούτε η
αντιπολίτευση (μείζονα ή ελάσσονα) θα τα ψήφιζε, παρά τις κραυγές για την επίτευξη
συμφωνίας, διότι θα έβλεπε ότι αυτή είναι η καλύτερη ευκαιρία να ρίξει την
κυβέρνηση (προς επίρρωση αυτού του ισχυρισμού, βλέπε
δηλώσεις
Σαμαρά περί απώλειας δεδηλωμένης). Είχε ήδη, δε, διατυπωθεί η
άποψη
ότι η ανελαστικότητα των δανειστών μπορεί, έστω εν μέρει, να οφειλόταν στην
πρόθεσή τους να εξωθήσουν την πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα.
Το δημοψήφισμα ήταν εν μέρει
διαπραγματευτικός ελιγμός και για έναν ακόμη λόγο. Μέχρι την προκήρυξή του, η
κυβέρνηση είχε ήδη γίνει μάρτυρας της διάψευσης της δεύτερης και τρίτης από τις
παραδοχές, στις οποίες βασιζόταν. Με την προκήρυξη του δημοψηφίσματος,
προσπάθησε να τεστάρει και τη πρώτη, ρίχνοντας νερό στο μύλο του
speculation, ελπίζοντας ότι τυχόν
βουτιά στους χρηματιστηριακούς δείκτες και αύξηση των επιτοκίων των κρατικών
ομολόγων, τουλάχιστον των υπολοίπων υποψήφιων θυμάτων (π.χ. Πορτογαλία, Ισπανία
ή ακόμη και Ιταλία), θα πίεζε τους εταίρους να κάτσουν στο τραπέζι, αυτή τη
φορά με το χρόνο να μετρά σε βάρος τους και με ενισχυμένη τη δική μας
διαπραγματευτική δύναμη. Αν το σενάριο λειτουργούσε, η ανάκληση του
δημοψηφίσματος, έστω και τελευταία στιγμή, ήταν πάντα δυνατή, αλλά δυστυχώς το
σενάριο δε λειτούργησε.
(επίσης βλέπε
εδώ
και τα σχετικά με τις κατευθυντήριες γραμμές του Συμβουλίου της Ευρώπης για τη διεξαγωγή του παρόντος)
Στο σημείο αυτό, σας παραπέμπω σε
παλαιότερη ανάρτησή μου, για ένα άλλο δημοψήφισμα (hint, ΓΑΠ), στην οποία θεωρώ πως δεν χρειάζεται να αλλάξω λέξη για να επικαιροποιηθεί. (*)
Με την εμπειρία όμως των μετέπειτα γεγονότων, τρία χρόνια αργότερα κατάλαβα πως είχα κάνει λάθος να μη θέλω τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος τότε και για το λόγο αυτό, στην παρούσα συγκυρία, επέλεξα να σιωπήσω.
Το ενδιαφέρον σκέλος του
δημοψηφίσματος, το οποίο όμως νομίζω ότι δεν είχε κατά νου η κυβέρνηση όταν το
προκήρυσσε, είναι το γεγονός ότι μετά την προκήρυξή του, η Ελλάδα εμφανίστηκε
να ζητάει χρόνο για να αποφασίσει ο λαός της, γεγονός το οποίο στην Ευρώπη και
στους λαούς της (
και
όχι μόνο αυτούς) δεν ακούστηκε κακό, στο μέτρο που αυτοί πραγματικά εμφορούνται
από τις ιδέες της δημοκρατίας, ακόμη και όταν χωλαίνουν. Κάπως έτσι, οι
μετέπειτα κινήσεις των αξιωματούχων της ΕΕ, που προσπάθησαν να αποτρέψουν τη
διεξαγωγή του, ή έστω να επηρεάσουν το αποτέλεσμά του (
εδώ,
εδώ),
φαίνονται να έχουν δυσαρεστήσει τους ευρωπαίους πολίτες και κυρίως να τους
έχουν προβληματίσει σχετικά με τη νομιμότητα και το έρεισμα βάσει του οποίου
έχει παρασχεθεί τόση εξουσία σε αυτούς – τους μη εκλεγμένους – αξιωματούχους (ενδεικτικά
εδώ)
. Ίσως τελικά, να μην έχει χαθεί κάθε ελπίδα για την Ευρώπη που πολλοί οραματίζονται,
μεταξύ των οποίων και η γράφουσα.
Τι γίνεται τώρα;
Disclaimer : Την
ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές (Σάββατο 4 Ιουλίου), το δημοψήφισμα δεν έχει
διεξαχθεί ακόμη και συνεπώς δεν γνωρίζω το αποτέλεσμά του. Έχω ήδη αποφασίσει
τι θα ψηφίσω, μετά από σκέψη και μελέτη. Δεν κοινοποιώ την πρόθεση ψήφου μου, διότι
είναι σύνηθες φαινόμενο οι προσωπικές απόψεις και επιλογές να χρησιμοποιούνται
αντί επιχειρημάτων σε αντιπαραθέσεις και διαφωνίες. Είμαι σχεδόν πεπεισμένη ότι
εάν δήλωνα ότι θα ψηφίσω όχι, όλα όσα έχω γράψει παραπάνω θα θεωρούνταν, από
αυτούς που επίσης θα ψηφίσουν όχι, καλοπροαίρετη, αλλά άκαιρη, κριτική, ενώ από
όσους θα ψηφίσουν ναι, ως biased, με τους ρόλους να
αντιστρέφονται, εάν δήλωνα πως θα ψηφίσω ναι. Για τον ίδιο λόγο δε, το παρόν
δεν θα δημοσιευθεί παρά λίγο πριν κλείσουν οι κάλπες, διότι επιπλέον δεν θα μου
άρεσε να χρησιμοποιηθεί προς επηρεασμό.
(Πριν γράψω αυτή την ανάρτηση, προβληματίστηκα πολύ με αυτό το άρθρο,
ελπίζω πως θα προβληματίσει εξίσου και εσάς)
Τούτων
λεχθέντων, ας περάσουμε στο τι γίνεται μετά το δημοψήφισμα.
Κατά τη
γνώμη μου, ούτε τη Δευτέρα, ούτε την Τρίτη και ίσως ούτε για κάποιες αρκετές
μέρες μετά, δεν θα ανοίξουν οι τράπεζες, και αυτό ανεξάρτητα από την έκβαση του
δημοψηφίσματος. Οι εταίροι και δανειστές μας θα φροντίσουν να διευθετήσουν
οριστικά το θέμα της Ελλάδας, πριν ανοίξουν – αν ανοίξουν ξανά – τη κάνουλα της
ρευστότητας προς τις τράπεζες και να επιτρέψουν έτσι στην – όποια – κυβέρνηση
να κυβερνήσει. Για το λόγο αυτό, συμφωνία θα υπάρξει, σε καμία όμως περίπτωση
καλή και αμοιβαία επωφελής, και αυτό ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα του
δημοψηφίσματος. Δεν μπορώ να σκεφτώ ούτε
έναν λόγο για τον οποίο οι εταίροι και δανειστές μας θα έκαναν οποιαδήποτε
παραχώρηση, από όσες δεν έχουν κάνει μέχρι σήμερα, όταν πλέον θα είναι οι
μοναδικοί κυρίαρχοι του παιχνιδιού.
Οι
όψιμες
–
ανοικτές
πλέον – πιέσεις των ΗΠΑ για την επίτευξη συμφωνίας (βλέπε και για το ΔΝΤ
εδώ)
θεωρώ πως δεν θα μπορέσουν να σπρώξουν προς λύση που θα έχει το παραμικρό
θετικό για τη χώρα μας, διότι, πρώτον, ήταν, παραμένουν και θα παραμείνουν
έμμεσες και δεύτερον, παρά το γεωπολιτικό ενδιαφέρον των ΗΠΑ στην περιοχή μας,
δεν μπορούν να σπρώξουν τα χρήματα που απαιτούνται για να πάρουν τις αποφάσεις
που θέλουν από την ΕΕ.
Ομολογώ
όμως ότι με προβληματίζει η τιμωρητική διάθεση που επιδεικνύουν οι εταίροι και
δανειστές μας, χωρίς φυσικά ο προβληματισμός αυτός να συνηγορεί υπέρ
οποιασδήποτε θετικής έκβασης για τη χώρα. Εφόσον πλέον συζητείται ανοικτά ότι λειτουργούμε
ως παράδειγμα για οποιαδήποτε άλλη χώρα της ευρωζώνης αποφασίσει να
αμφισβητήσει τις πολιτικές λιτότητας και
έχει
βγει φόρα παρτίδα ότι ο Σόιμπλε θα ήθελε τη προβληματική Ελλάδα εκτός
ευρωζώνης (παρά την
υπάρχουσα
(;) διαφωνία επ’ αυτού με τη Μέρκελ), οι σκέψεις που διατυπώνονται για
IOUs ή για παράλληλο νόμισμα,
και μάλιστα από διόλου τυχαίους αξιωματούχους της ΕΕ (
εδώ
και
εδώ),
με κάνουν να σκέφτομαι ότι ίσως τελικά οι εταίροι μάς εξαναγκάσουν σε αποχώρηση
από την ευρωζώνη, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, εάν
θεωρήσουν ότι το κόστος αυτής της εξόδου είναι μικρότερο από το όφελος του
παραδείγματος που θα δημιουργήσουν.
Επίσης,
για μένα είναι προφανές ότι η αντιπολίτευση, όποιο κι αν είναι το αποτέλεσμα,
θα προσπαθήσει να ρίξει την κυβέρνηση. Η παρουσία της άλλωστε, σύσσωμη, στις
Βρυξέλλες, πριν καταρρεύσουν οι διαπραγματεύσεις, δείχνει ότι κατέθεσε τα
διαπιστευτήρια της για την ύπαρξη εναλλακτικής πρότασης εξουσίας. Για τον
Σαμαρά, αυτή είναι η δεύτερη φορά (βλ. για την πρώτη φορά, το Νοέμβριο 2011,
πριν από τη δημιουργία της κυβέρνησης Παπαδήμου), για τη Φώφη και το Σταύρο
είναι το βάπτισμα του πυρός. Έχοντας ως δεδομένο πως άμεση, ορατή και κυρίως ωφέλιμη
λύση, στο πρόβλημά μας, που δεν είναι άλλο από την οικονομική εξάρτησή μας, δεν
υπάρχει ούτε στην περίπτωση επικράτησης του ναι, ούτε στην περίπτωση
επικράτησης του όχι, και με τα πάντα στον αέρα, δεν θα είναι δύσκολη δουλειά
για την αντιπολίτευση να αναλάβει την εξουσία, έστω κι αν απαιτηθούν προς τούτο
εκλογές (τις οποίες τόσο πολύ ήθελε να αποφύγει πριν από έξι μήνες, αλλά δεν θα
διστάσει να κάνει δεύτερες στο ίδιο χρονικό διάστημα, εάν προβλέπεται, με τον
τρόπο αυτό, αλλαγή φρουράς στην εξουσία). Επιπλέον, δεδομένης της διαφαινόμενης
επιθυμίας των εταίρων μας να αλλάξει η κυβέρνηση, η αντιπολίτευση θα έχει την
υποστήριξή
τους, το οποίο, όσο κι αν αντιστρατεύεται τις δημοκρατικές ευαισθησίες μας, είναι
σημαντικό (αν και κατά τη γνώμη μου, για τους περισσότερους δεν είναι καν
ενοχλητικό, εάν με τον τρόπο αυτό, φύγουν οι σημερινοί, για να έρθουν αυτοί που
προτιμούν). Συνεπώς, η κυβέρνηση θα πέσει, με ή χωρίς εκλογές, σχετικά σύντομα
μετά το δημοψήφισμα και δε διαβλέπω σχηματισμό κυβέρνησης εθνικής προσπάθειας /
συμφιλίωσης
ή όπως αλλιώς μπορεί να
λέγεται, άρα θα πάμε σε εκλογές.
Καμία ελπίδα
λοιπόν δε διατηρώ για όσα πρόκειται να γίνουν από εδώ και πέρα. Η τυχαιότητα
μόνο θα μπορούσε να αλλάξει κάτι, οπότε, μόνο σε περίπτωση μιας απροσδόκητης
και αδιανόητης καραμπόλας πιστεύω πως θα μπορούσαμε να ξεφύγουμε από τα
παραπάνω σενάρια.
(Σε
σχετική με την επαύριον του δημοψηφίσματος κλειστή συζήτηση στο ΦουΜπου, είπα ότι
σήμερα ζούμε αυτό που δεν ζήσαμε το 2011, όταν ο Βενιζέλος πρόλαβε να ανατρέψει
τον ΓΑΠ, πριν ο τελευταίος κάνει το δημοψήφισμα.)
Αυτάαααα
και καλή μας τύχη.
ΥΓ :
παρότι το δημοψήφισμα είναι ήδη πλέον ιστορία, σας προτρέπω να διαβάσετε μια
ανάλυση της μορφολογίας της ψήφου και των επιλογών των κομμάτων,
εδώ.
(*) Note to self : παλαιότερα έγραφα σοβαρά πράγματα για σοβαρά θέματα, με περισσότερο όμως χιούμορ. Ρε μπας και ισχύει ότι έχω γίνει ξυνή;
Update 1 : Microκαραμπόλα Νο 1 : Πριν τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος, δεν είχα καταλήξει στο ποιά απάντηση θα κυριαρχούσε, θεωρούσα όμως πολύ πιθανό πως η διαφορά μεταξύ των δύο δεν θα ήταν μεγαλύτερη από 3 έως 5 μονάδες. Εξαιτίας της μικρής διαφοράς δε, θεωρούσα ότι η σταθερότητα της κυβέρνησης ήταν υπό αίρεση. Τα αποτελέσματα όμως του δημοψηφίσματος και η απροσδόκητη διαφορά του ΟΧΙ από το το ΝΑΙ, εξάλειψαν κάθε περιθώριο "αμφισβήτησης" της κυβέρνησης. Μετά δε τη σύγκληση του συμβουλίου των πολιτικών αρχηγών και το
κοινό ανακοινωθέν που εξεδόθη, η προβλεψη περί πτώσης της κυβέρνησης που είχα κάνει, έχει ήδη διαψευσθεί.
Update 2 :
Εδώ μια συνέντευξη του Βαρουφάκη, η οποία επιβεβαιώνει πολλά σημεία της παρούσας ανάρτησης.