Με αφορμή την υπερψήφιση της πρότασης του ΠΑΣΟΚ για τη σύσταση προανακριτικής επιτροπής με σκοπό τη διερεύνηση τυχόν ευθυνών κατά τη διαδικασία προμήθειας στρατιωτικού υλικού, παραθέτω μια απόφαση του Αρείου Πάγου, με την οποία επιλύθηκε η διαφορά μεταξύ φυσικών και νομικών προσώπων από συμφωνία διαμεσολάβησης για την κατάρτιση συμβάσεως με το Ελληνικό Δημόσιο.
[Disclaimer : Η εν λόγω απόφαση δεν σχετίζεται με το αντικείμενο της υπό σύσταση προανακριτικής επιτροπής, παρά μόνο στο σημείο που αφορά προμήθεια στρατιωτικού υλικού. Ο λόγος που την παραθέτω είναι τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά από το δικαστήριο (και τα οποία εμφανίζονται στο κείμενο της ανάρτησης με μεγαλύτερα γράμματα, σε σύγκριση με τις "νομικούρες" που είναι με μικρότερα γράμματα και τις οποίες μπορείτε, άφοβα, να μην διαβάσετε, χωρίς να χάσετε τίποτα σε απόλαυση. Ειδικότερα, με μπλε - μεγάλα - γράμματα εμφαίνονται οι ισχυρισμοί της αγωγής και με κόκκινα - μεγάλα - γράμματα τι δέχτηκε το Εφετείο ότι ισχύει. Παρεπιμπτόντως, ο Άρειος Πάγος κλήθηκε να ερευνήσει εάν η απόφαση του Εφετείου είναι ορθή από νομικής και μόνο απόψεως και έκρινε ότι είναι.]
Have fun!
Αριθμός 1760/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
A2' Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές:Δημήτριο Δαλιάνη, Αντιπρόεδρο, Ρένα Ασημακοπούλου, Ιωάννη Ιωαννίδη, Χαράλαμπο Ζώη και Ελένη Σπίτσα, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 16 Μαρτίου 2009, με την παρουσία και της γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας-καθής η κλήση: Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "TRADEMONT ΑG" που εδρεύει στο ... και εκπροσωπείται νόμιμα,. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Βασίλειο Αντωνόπουλο.
Των αναιρεσιβλήτων: 1. καλούσας-Εταιρίας με την επωνυμία "ANDROMEDA MARINE AND TRADING ENTERPRISES SA" που εδρεύει στον ... και εκπροσωπείται νόμιμα, 2. καλούσας- Εταιρίας με την επωνυμία "TREDECO LTD" που εδρεύει στην ..., 3. καθής η κλήση-Γερμανικής εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία "KRUPP ATLAS ELECTRONIK GmbH" (ΚΑΕ) μετέπειτα με την επωνυμία " STN ATLAS ELECTRONIK GmbH" και ήδη με την επωνυμία "REINMETAL DEFENCE ELECTRONICS GBMH" που εδρεύει στην ... της Γερμανίας και εκπροσωπείται νόμιμα, 4. καλώντος- Ψ4, κατοίκου ..., 5. καλούσας-Ψ5, κατοίκου ..., 6. καθου η κλήση-Ψ6, 7. καθου η κλήση-Ψ7, κατοίκου ... και 8. καλούντος: Ψ8, κατοίκου ... Η πρώτη δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο. Οι 2η, 4ος, 5η και 8ος εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Μιχαήλ Δημητρακόπουλο. Οι 3η και η 7η εκπροσωπήθηκαν από τους πληρεξούσιους δικηγόρους Ιωάννη Μαρκιανό-Δανιόλο και Παναγιώτη Γιαννόπουλο, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.. Στο σημείο αυτό ο πληρεξούσιος δικηγόρος Βασίλειος Σπηλιόπουλος, δήλωσε ότι ο 6ος των αναιρεσιβλήτων έχει αποβιώσει την 1-3-2000 σύμφωνα με την ληξιαρχική πράξη του Ληξιάρχου Stuhr, και κληρονομήθηκε από τους Ψ6-Α, κατοίκου ..., και 2. Ψ6-Β, κατοίκου ..., οι οποίοι συνεχίζουν την βιαίως διακοπείσα δίκη και εκπροσωπούνται από αυτόν τον ίδιο. Kοινοποιουμένη η αναίρεση και η κλήση προς τον Φ, κατοίκου ..., ο οποίος δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 30-4-1996 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας-καθης η κλήση και με την από 29-1-2004 πρόσθετη παρέμβαση-υπερ αυτής του Φ, που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών και συνεκδικάσθηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1619/1997 προδικαστική, 4006/2005 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 4644/2006 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της απόφασης αυτής ζήτησε η αναιρεσείουσα με την από 17-8-2006 αίτησή της επί της οποίας εκδόθηκε η 1200/2008 απόφαση του Αρείου Πάγου που κήρυξε τη συζήτηση απαράδεκτη. Την συζήτηση επαναφέρουν προς συζήτηση οι καλούντες με την από 17-9-2008 κλήση τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ελένη Σπίτσα ανέγνωσε την από 28-1-2008 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας-καθής η κλήση ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, οι πληρεξούσιοι των αναιρεσιβλήτων- καλούντων και καθών η κλήση την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
I.- Νόμιμα φέρεται με την από 17-9-2008 αίτηση της πρώτης, δεύτερης, τετάρτου, πέμπτης και ογδόου των αναιρεσιβλήτων προς συζήτηση η από 17-8-2006 αίτηση της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "TRADEMONT ΑG" για αναίρεση της 4644/2006 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών, μετά την επ' αυτής έκδοση της 1200/2008 αποφάσεως του Δικαστηρίου αυτού με την οποία κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτηση της υποθέσεως λόγω μη κλητεύσεως του προσθέτως υπέρ της αναιρεσείουσας παρεμβάντος Φ. ΙΙ.- Από τις διατάξεις των άρθρων 568 παρ. 1και 576 παρ. 1 και 3 ΚΠολΔ συνάγεται ότι, σε περίπτωση ερημοδικίας στην αναιρετική δίκη, ερευνάται αυτεπαγγέλτως αν ο απολειπόμενος διάδικος επισπεύδει τη συζήτηση ή αν κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα και σε αρνητική περίπτωση κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση για όλους τους διαδίκους. Στην προκειμένη περίπτωση, κατά την παρούσα δικάσιμο όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο, η πρώτη αναιρεσίβλητη εταιρία με την επωνυμία ANDROMEDA MARINE AND TRADING ENTERPRISES SA" δεν εμφανίσθηκε ούτε παραστάθηκε με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ. Όπως όμως προκύπτει από τις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες υπ' αριθμ. 5757 και 5758/6-11-2008 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ... ακριβές αντίγραφο της από 17-9-2008 αιτήσεως και της 178/2008 πράξεως του Προέδρου του Α2 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου με την οποία ορίστηκε δικάσιμος η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας με κλήση προς εμφάνιση κατ' αυτήν επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στην απολειπόμενη ως άνω πρώτη αναιρεσίβλητη-επισπεύδουσα με επιμέλεια των λοιπών επισπευδόντων τη συζήτηση αναιρεσιβλήτων. Συνεπώς, η συζήτηση θα προχωρήσει παρά την απουσία της κλητευθείσας ως άνω πρώτης αναιρεσίβλητης (άρθρο 576 παρ. 2 ΚΠολΔ). ΙΙΙ.- Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 62, 73, 286 επ. και 313 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι αν κάποιος διάδικος αποβιώσει κατά τη διάρκεια της δίκης και μέχρι το τέλος της προφορικής συζητήσεως, μετά την οποία εκδίδεται η οριστική απόφαση και εφ' όσον τηρηθούν οι νόμιμες διατυπώσεις, μεταξύ των οποίων είναι και εκείνη της γνωστοποιήσεως του θανάτου στον αντίδικο του αποβιώσαντος, επέρχεται διακοπή της δίκης και όλες οι διαδικαστικές πράξεις που επιχειρούνται μέχρι τη νόμιμη επανάληψη της διαδικασίας λογίζονται άκυρες. Αν δεν γίνει γνωστοποίηση του θανάτου δεν επέρχεται διακοπή της δίκης, η δε απόφαση που εκδίδεται είναι υποστατή και μπορεί να προσβληθεί με το ένδικο μέσο της αναιρέσεως. Σε περίπτωση που ο διάδικος αποβιώσει μετά το πέρας της προφορικής συζητήσεως, μετά την οποία εκδίδεται η οριστική απόφαση ή πολύ περισσότερο μετά την έκδοση της τελευταίας, δεν υπάρχει στάδιο εφαρμογής των διατάξεων περί διακοπής της δίκης. Σε κάθε περίπτωση τα ένδικα μέσα που ασκούνται κατά της οριστικής αποφάσεως, άρα και η αίτηση αναιρέσεως, πρέπει να απευθύνονται, σύμφωνα με το άρθρο 558 ΚΠολΔ, κατά των καθολικών διαδόχων (κληρονόμων) του αποβιώσαντος, απευθυνόμενα δε κατ' αυτού είναι άκυρα, υπό την προϋπόθεση ότι ο αναιρεσείων διάδικος είχε λάβει γνώση του θανάτου του αντιδίκου του με οποιονδήποτε τρόπο, ώστε να διαπιστώσει τους κληρονόμους του και να απευθύνει κατ' αυτών την αναίρεση. Επομένως, η αναίρεση που απευθύνεται κατά αποβιώσαντος, χωρίς όμως να γνωρίζει τον θάνατο ο αναιρεσείων, δεν είναι άκυρη και η συζήτησή της χωρίς νομίμως με τους κληρονόμους του αποβιώσαντος, εάν αυτοί εμφανίζονται κατά τη συζήτηση με την ιδιότητα αυτή, στη θέση του αποβιώσαντος αναιρεσιβλήτου και προβάλλουν υπεράσπιση επί της ουσίας της διαφοράς (Ολ. ΑΠ 27/1987). Στην προκειμένη περίπτωση, κατά τη συζήτηση της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, κατατεθείσας την 30-10-2006, ενεφανίσθη ο πληρεξούσιος δικηγόρος Βασίλειος Σπηλιόπουλος, ο οποίος δήλωσε ότι ο έκτος αναιρεσίβλητος, Ψ6, απεβίωσε την 1-3-2000 και κατέλιπε ως μόνους κληρονόμους του, τα τέκνα του Ψ6-Α και Ψ6-Β, τα οποία παρίστανται και συνεχίζουν τη δίκη, εκπροσωπούμενα από αυτόν. Ο θάνατος του ως άνω αναιρεσιβλήτου και η συγγενική σχέση που στηρίζει την κληρονομική διαδοχή αποδεικνύονται από την προσκομιζόμενη οικεία ληξιαρχική πράξη θανάτου και το εκδοθέν κοινό κληρονομητήριο, έγγραφα που προσκομίζονται σε νόμιμη μετάφραση από τη γερμανική στην ελληνική γλώσσα και δεν αμφισβητούνται ειδικώς από την αναιρεσείουσα (άρθρο 261 ΚΠολΔ). Περαιτέρω, από τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης προκύπτει ότι ο θάνατος του έκτου αναιρεσιβλήτου (1-3-2000) έλαβε χώρα μετά την έκδοση της 1619/28-2-1997 προδικαστικής αποφάσεως του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και πριν την έκδοση της 4006/16-6-2005 οριστικής αυτού αποφάσεως, χωρίς να γίνει στη δίκη αυτή γνωστοποίηση του θανάτου, ώστε να επέλθει διακοπή της δίκης. Τοιαύτη γνωστοποίηση δεν εχώρησε και κατά τη συζήτηση της υποθέσεως στο Εφετείο, το οποίο εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση. Από τα στοιχεία της δικογραφίας και τα προβαλλόμενα από τους διαδίκους προκύπτει ότι η αναιρεσείουσα δεν είχε λάβει γνώση του θανάτου του έκτου αναιρεσιβλήτου προ της ασκήσεως της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως. Επομένως, η αίτηση αυτή είναι έγκυρη και κατά το μέρος της που στρέφεται κατά του ως άνω προ της ασκήσεώς της αποβιώσαντος και μπορεί να χωρήσει νομίμως η συζήτηση επί της αναιρέσεως, αφού οι κληρονόμοι παρίστανται στη θέση του κληρονομηθέντος διαδίκου, δηλώνουν ότι συνεχίζουν τη δίκη και προβάλλουν υπεράσπιση επί της ουσίας της διαφοράς. IV.- Κατά το άρθρο 577 παρ. 1και 2 του ΚΠολΔ το δικαστήριο πρώτα συζητεί για το παραδεκτό της αναιρέσεως και αν αυτή ασκήθηκε εκπρόθεσμα ή αν λείπει κάποια προϋπόθεση για να είναι παραδεκτή ο 'Αρειος Πάγος την απορρίπτει και αυτεπαγγέλτως. Στην προκειμένη περίπτωση, με την από 30-9-1996 ένδικη αγωγή της, η ενάγουσα και ήδη αναιρεσείουσα ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, ήδη αναιρεσίβλητοι, να καταβάλουν σ' αυτή, ο καθένας εις ολόκληρον, το ισόποσο σε δραχμές κατά την ημέρα πληρωμής του ποσού των 6.000.000 μάρκων, οι μεν πέντε πρώτοι τούτων ως οφειλόμενη αμοιβή δυνάμει της μεταξύ αυτών καταρτισθείσης συμβάσεως άλλως κατά τις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις, άπαντες δε ως αποζημίωση για την αποκατάσταση ισόποσης ζημίας που υπέστη από τη σε βάρος της αδικοπρακτική συμπεριφορά τους. Η αγωγή αυτή, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, απορρίφθηκε ως νόμω αβάσιμη ως προς όλες τις βάσεις της. Με την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως δεν πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το κεφάλαιο αυτής που αφορά την απόρριψη της εξ αδικοπραξίας βάση της αγωγής. Ως εκ τούτου, η αίτηση αναιρέσεως, κατά το μέρος που στρέφεται κατά του έκτου, έβδομου και όγδοου των αναιρεσιβλήτων Ψ6, Ψ7 και Ψ-8, ενεχομένων μόνο με την εξ αδικοπραξίας μη πληττόμενη βάση της αγωγής, είναι απαράδεκτη. V.- Κατά το άρθρο 559 αριθ. 8 περ. β του ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναιρέσεως και αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Δεν ιδρύεται, όμως, ο λόγος αυτός, όταν το δικαστήριο παρέλειψε να λάβει υπόψη ισχυρισμούς που προτάθηκαν από τον αντίδικο του αναιρεσείοντος. Συνακόλουθα, ο πρώτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, κατά το μέρος που με αυτόν προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση αιτίαση από τον αριθμό 8 περ. β' του άρθρου 559 ΚΠολΔ και ειδικότερα ότι το Εφετείο απέρριψε την αγωγή της αναιρεσείουσας χωρίς να λάβει υπόψη τους αναφερόμενους στο αναιρετήριο και προταθέντες από τους αναιρεσιβλήτους ισχυρισμούς, είναι απαράδεκτος. VI.- Κατά την έννοια του άρθρου 559 αριθ. 8 περ. α ΚΠολΔ ο λόγος αναιρέσεως, για την παρά το νόμο λήψη υπόψη πραγμάτων που δεν προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, ιδρύεται και όταν το δικαστήριο της ουσίας, κατά την εκτίμηση του περιεχομένου της αγωγής, έλαβε υπόψη του γεγονότα τα οποία δεν περιλαμβάνονται σε αυτή και ασκούν ουσιώδη επιρροή στην κρίση του ως προς το νόμω βάσιμο της αγωγής. Όταν όμως το δικαστήριο της ουσίας, εφαρμόζοντας αυτεπαγγέλτως το νόμο, προβαίνει στον προσήκοντα κατά νόμο χαρακτηρισμό της αγωγής, με βάση το σύνολο των εκτιθέμενων σε αυτή πραγματικών περιστατικών, ως παραγωγικών του επίδικου δικαιώματος και προσδίδει στην προβαλλόμενη με την αγωγή έννομη σχέση την αρμόζουσα νομική έννοια, έστω και αν καταλήγει σε νομικό συμπέρασμα διαφορετικό από ο προβαλλόμενο από τον ενάγοντα, από τις σχετικές απόψεις του οποίου δεν δεσμεύεται, δεν λαμβάνει υπόψη πράγματα μη προταθέντα, ώστε να δημιουργείται λόγος αναιρέσεως από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αλλά υπάγει απλώς στον αρμόζοντα κανόνα δικαίου τα προταθέντα από τον ενάγοντα πραγματικά περιστατικά. Εξάλλου, ο αναιρετικός λόγος του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ ιδρύεται αν το δικαστήριο της ουσίας προέβη είτε σε εσφαλμένη ερμηνεία των προϋποθέσεων εφαρμογής του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, είτε σε εσφαλμένη υπαγωγή ή μη υπαγωγή των πραγματικών του διαπιστώσεων στο εννοιολογικό περιεχόμενο αυτού του κανόνα. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 1 του ν. 5227/1931 "είναι άκυρος άτε αντικειμένη εις τα χρηστά ήθη και ουδέν συνεπάγεται αποτέλεσμα α) Πάσα συμφωνία καθ' ήν το έτερον των μερών αντί ωρισμένης αμοιβής ή επί ποσοστοίς ή επί οιωδήποτε εν γένει ανταλλάγματι αναδέχεται όπως, καθ' οιονδήποτε τρόπον, επιτύχη ή συντελέση εις την σύναψιν μετά του Δημοσίου ή Δήμου ή Κοινότητας ή Κρατικής Επιχειρήσεως ή μονών ή άλλου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου συμβάσεως, εχούσης οιονδήποτε αντικείμενον ή περιεχόμενον ή και ασχέτως προς πάσαν σύμβασιν προκαλέση οιανδήποτε πράξιν ή παράλειψιν των προσώπων τούτων ή των υπαλλήλων ή των οργάνων εν γένει αυτών. Το αυτό ισχύει εάν η αναδοχή γίνεται επί εκχωρήσει του όλου ή μέρους της συναφθησομένης συμβάσεως". Από το κείμενο της παραπάνω διατάξεως, τη σύγκρισή του με άλλες διατάξεις του ίδιου νόμου, όπως το εδάφ. β' της παρ. 1 του άρθρου 1 και τα άρθρα 12 και 13 αυτού, όπου γίνεται ρητώς λόγος για "υπάλληλο ή αντιπρόσωπο ή όργανο του Δημοσίου ή των ανωτέρω νομικών προσώπων ή φέροντα αιρετόν αξίωμα" αλλά και από τον εν γένει σκοπό του νομοθετήματος που κατά τις εισηγητικές εκθέσεις αυτού είναι η εμπέδωση της εμπιστοσύνης των πολιτών στην αντικειμενική έναντι όλων λειτουργία της Διοικήσεως χωρίς αμειβόμενες παρεμβάσεις, η εξυπηρέτηση αυτών χωρίς διακρίσεις και εύνοια για εκείνους που διαθέτουν επιρροή ή δύναμη και ο αποκλεισμός, για τον λόγο αυτόν, της μεσολαβήσεως, αντί αμοιβής, προσώπων προς επίτευξη συμβάσεως με το Δημόσιο κλπ ή για την ενέργεια ή παράλειψη από τους προαναφερόμενους υπαλλήλους κλπ οποιασδήποτε πράξεως ή παραλείψεως, προκύπτει ότι η ανωτέρω διάταξη εφαρμόζεται και όταν όλοι οι συμβαλλόμενοι είναι ιδιώτες, δεν έχουν δηλαδή οποιαδήποτε από τις παραπάνω ιδιότητες του υπαλλήλου κλπ, αρκεί η συμφωνία τους να αφορά σύμβαση ενός από αυτούς με το Δημόσιο, ν.π.δ.δ. κλπ. Εξάλλου, η υπάρχουσα στο κείμενο της άνω διατάξεως φράση "καθ' οιονδήποτε τρόπον" δεν έχει χαρακτήρα απόλυτο, εφόσον με το άρθρο 2 του ν. 5227/1931 καθιερώνονται ορισμένες εξαιρέσεις, κατά τις οποίες, ανάμιξη τρίτων, ασκούντων επάγγελμα, επιτρέπεται με λογική και δίκαιη αμοιβή, ανάλογη προς την παρεχόμενη υπηρεσία. Ειδικότερα στο άρθρο 2 ορίζεται : "(παρ. 1) Εις τας ακυρότητας και απαγορεύσεις του εδαφίου α' της παραγράφους 1 του προηγουμένου άρθρου δεν υπόκεινται : α) ... β) ... γ) Αμοιβαί τεχνικών και επιστημονικών υπηρεσιών δ) ... (παρ. 2). Επί των περιπτώσεων β', γ' και δ' της προηγουμένης παραγράφου, εφ' όσον αι συμφωνηθείσαι κατά το άρθρο 1 αντιπαροχαί υιπερβαίνουσι το σύνηθες μέτρον ή είναι δυσαναλόγως υπερβολικαί εν σχέσει προς τα παρασχεθείσας ή παρασχετέας υπηρεσίας, είναι άκυροι κατά το υπερβάλλον". Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμο και με τον προαναφερθέντα σκοπό του νομοθέτη, συνάγεται ότι αναφερόμενος ο νομοθέτης σε "αμοιβές τεχνικών και επιστημονικών υπηρεσιών" εννοεί αμοιβές για καθαρώς τεχνικές ή επιστημονικές υπηρεσίες προκειμένου να αποκλεισθούν τα οποιαδήποτε επαγγέλματα, υπό την σκέπη των οποίων και πάλι ο ύποπτος μεσάζων θα μπορούσε να παρεισδύσει.
Στην προκειμένη περίπτωση με την από 3-4-1996 αγωγή της η ενάγουσα και ήδη αναιρεσείουσα εταιρία ισχυρίστηκε ότι, δυνάμει συμβάσεως που καταρτίσθηκε προφορικά στην Αθήνα στις αρχές του έτους 1987 και επιβεβαιώθηκε και εγγράφως στη Ζυρίχη στις 23-7-1988, οι πέντε (5) πρώτοι των εναγομένων συμφώνησαν με αυτή, εάν και εφόσον η ίδια (ενάγουσα) κατόρθωνε να αναλάβει η εξ αυτών τρίτη, "KRUP ATLAS ELECTRONIK GmbH" - και ήδη "STN ATLAS ELECTRONIK" -(με έδρα της στη ...) της οποίας νόμιμοι εκπρόσωποι τυγχάνουν οι έκτος και έβδομος των εναγομένων (Ψ6 και Ψ7, αντίστοιχα), την προώθηση της πώλησης του Συστήματος Ελέγχου Πυρός (Σ.Ε.Π.) Μ.Τ.Β. Μ48Α5 Μοlf, που η ίδια παρήγαγε, στις Ελληνικές 'Ενοπλες Δυνάμεις (ήτοι στο Ελληνικό Δημόσιο), για την τοποθέτηση του στα άρματα μάχης, που διέθεταν αυτές, θα της κατέβαλαν, η ίδια (η άνω τρίτη εναγόμενη Κ.Α.Ε.) από κοινού μάλιστα με τους Ψ4 και Ψ5 (τέταρτο και πέμπτη αντίστοιχα των εναγομένων), το συνομολογηθέν ποσοστό, καθαρό μάλιστα, του 2% επί του συνολικού ακαθάριστου ποσού που θα ελάμβανε από το Ελληνικό Δημόσιο η άνω "Κ.Α.Ε.", με την έκτοτε μάλιστα εκχώρηση, εκ μέρους όλων αυτών, αυτού του ποσοστού στην ίδια (την ενάγουσα,). Ότι η ως άνω συμφωνηθείσα εκχώρηση δεν αναγγέλθηκε στο Ελληνικό Δημόσιο, ως οφειλέτη. Ότι, σύμφωνα με περαιτέρω (άλλη) προφορική συμφωνία μεταξύ της ίδιας αυτής (ενάγουσας), της ΚΑΕ (και ήδη "STN ATLAS ELECTRONIK") και των εναγομένων επίσης συζύγων Ψ4-Ψ5, θα προχωρούσε η πιο πάνω έγγραφη συμφωνία, στην οποία θα καθοριζόταν το ύψος (ως ανωτέρω δηλαδή καθορίστηκε τελικώς) της αμοιβής αυτής (της ενάγουσας) ως εξής : "εάν προηγουμένως με την υποστήριξή της επιτυγχάνετο η έγκριση, από τον πελάτη της, χρηματοδότησης του υπόψιν προγράμματος και με εθνικά κονδύλια, μέσω δανειοδοτήσεως Ελληνικών ή ξένων Τραπεζών και όχι αποκλειστικά με Αμερικανικές δανειοδοτήσεις (FMS), όπως προεβλέπετο, οπότε θα μπορούσαν να συμμετάσχουν στο διαγωνισμό μόνο Αμερικανικές εταιρείες". Ότι, εάν το πρόγραμμα του μη διαδίκου Ελληνικού Δημοσίου επρόκειτο να χρηματοδοτηθεί αποκλειστικά με κονδύλια της Αμερικανικής βοήθειας (FMS), αφενός μεν η "Κ.Α.Ε." δεν ήταν διατεθειμένη να υποβαλλόταν στο μεγάλο κόστος έρευνας της διεθνούς αγοράς για την προστασία των προσφορών της και της προμήθειας και (αποστολής) του άνω συστήματος παραγωγής της προς επίδειξη αυτού και για τις δοκιμές του πριν μάλιστα απεσαφηνίζετο από το Ελληνικό Δημόσιο και τις Ένοπλες δυνάμεις της Ελλάδος ότι το πρόγραμμα αυτό (το εξοπλιστικό) δεν θα εδανειοδοτείτο μόνο με κονδύλια FMS των Η.Π.Α., αφετέρου δε, ότι πράγματι προέκυψε - πράγμα που διαπιστώθηκε μάλιστα ότι ήταν αληθές - ότι το πρόγραμμα εξοπλισμού του Γενικού Επιτελείου Στρατού (Γ.Ε.Σ.) προέβλεπε για την περίοδο 1988 - 1992 να γινόταν ο εκσυγχρονισμός των αρμάτων μάχης Μ48Α5 με την τοποθέτηση σ' αυτό Σ.Ε.Π. αποκλειστικά και μόνο με κονδύλια FMS, δηλαδή από δανειοδοτήσεις του Υπουργείου Αμύνης των Η.Π.Α., που παρείχοντο για την αγορά στρατιωτικού υλικού μόνον από εταιρίες των Η.Π.Α., σύμφωνα και με τις σχετικές 1/Σ.8/88 ΣΑΓΕ και 1/Σ.3/88 του ΚΥΣΕΑ. Ότι, ενόψει των ανωτέρω και με το δεδομένο - όπως επίσης αναφέρεται στην ένδικη αυτήν αγωγή -ότι το εν λόγω εξοπλιστικό πρόγραμμα είχε εγκριθεί ως άνω, δηλαδή ακριβώς, και από την Ανωτάτη Στρατιωτική Ηγεσία - όπως κατά λέξη αναφέρεται στο δικόγραφο της ένδικης αυτής αγωγής - "Χρειάστηκε μεγάλη προσπάθεια από τους συνεργάτες μας στην Ελλάδα για να μεταπεισθεί το ΓΕΣ/πελάτης να τροποποιήσει τον τρόπο Χρηματοδότησης του προγράμματος, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί πιο σύγχρονο τεχνικά, συμφερότερο και οικονομικότερο υλικό. Και όλη αυτή η μετάπειση του πελάτη έγινε αποκλειστικά με εργασία της ομάδος των συνεργατών μας στην Ελλάδα, επίπονη και πολύχρονη, γιατί αυτό ήταν και το συμφέρον του κράτους, να ξεφύγει από το μονοπώλιο των Αμερικανικών Εταιρειών". Ότι έτσι τελικά ο πελάτης, το Ελληνικό Δημόσιο δηλαδή (και δη οι ένοπλες δυνάμεις αυτού) επείσθη "πράγματι ότι, εξυπηρετείτο και το δικό του συμφέρον με την τροποποίηση μεθόδου χρηματοδότησης και επετεύχθη για το θέμα αυτό ευνοϊκή απόφαση, η οποία ανέφερε ότι η χρηματοδότηση θα εξαρτηθεί από το ποια θα είναι η χώρα προέλευσης του συστήματος και εκδόθηκε το έγγραφο Φ.046 22/14/3517779/4-4-88 ΓΕΣ/ΔΑΣΠ 20 και το έγγραφο Φ 631.2/32/602567/17-3-88/ΓΕΣ-ΔΠΜ-ΥΠ-4Ε σχετικά με τη συμμετοχή της ΚΑΕ στο υπ' όψιν πρόγραμμα το οποίο οφείλονταν στην εργασία της ομάδας μας ...". Ότι, μολονότι οι αναφερόμενοι συνεργάτες αυτής της ίδιας (της ενάγουσας), ήτοι: α) οι εταιρίες του ... (OERIKON - CONTRAVES, AGUSTA, OTTO MELARA κ.λ.π.), β) Ομάδα Συμβούλων Επιχειρήσεων Βιομηχανικής Αγοράς, αποτελούμενη από το εξής εξειδικευμένο προσωπικό, 1) τον Φ, που ήταν πρώην Αξ/κός, Οικονομολόγος με πτυχίο ΜΑSTER στα Οικονομικά του Πανεπιστημίου ΑΡΚΑΝΣΑΣ των Η.Π.Α., 2) τον ..., Απόστρατο Αξ/κό σε τεχνικά θέματα και θέματα Marketing στρατιωτικού υλικού, 3) το ..., αξ/κό Τεθωρακισμένων ε.α. και Οικονομολόγο, ειδικό σε θέματα αρμάτων, 4) τον Υποστράτηγο ε.α. ..., ειδικό σε θέματα προμηθειών και συμβάσεων και 5) τον Υποστράτηγο ε.α. ..., ειδικό σε επιχειρησιακά θέματα και θέματα επιτελείου κ.ά., βοήθησαν στην επίτευξη της πωλήσεως προς τις Ελληνικές Ένοπλες δυνάμεις (στο Ελληνικό δηλαδή Δημόσιο) του προαναφερόμενου συστήματος της ΚΑΕ, με τους ανωτέρω μάλιστα συμφέροντες και γι' αυτήν όρους, - επιτευχθείσας δηλαδή, μεταξύ της τρίτης αυτής των εναγομένων (ΚΑΕ) και του μη διαδίκου εδώ Ελληνικού Δημοσίου, της καταρτίσεως της συμβάσεως προμηθείας του εν λόγω οπλικού συστήματος - έναντι του συνολικού τιμήματος, από 300.000.000 γερμανικά μάρκα, οι πέντε (5) πρώτοι των εναγομένων με τη συνδρομή και των τριών (3) λοιπών εναγομένων, εκ των οποίων ο τελευταίος τυγχάνει υπάλληλος των τέταρτου και πέμπτης αυτών και κατόπιν των αναφερόμενων στην ένδικη αγωγή αδικοπρακτικών τους ενεργειών, αν και εισπράχθηκε τμηματικώς το ανωτέρω προσδιοριζόμενο τίμημα της τοιαύτης πωλήσεως, κατακράτησαν παρανόμως και υπαιτίως και την αμοιβή αυτής (της ενάγουσας) ιδιοποιηθέντες δηλαδή (από κοινού) το 2% της αμοιβής της επί των ακαθαρίστων εισπράξεων της ΚΑΕ (τρίτης εναγομένης) ανερχομένης σε 6.000.000 γερμανικά μάρκα, παρότι μάλιστα, επιπροσθέτως (προς τ' ανωτέρω), οι άνω συνεργάτες της (της ενάγουσας) αντιμετώπιζαν τις προσπάθειες των ανταγωνιστριών (προς την ΚΑΕ) εταιριών των Η.Π.Α., να πείσουν τον πελάτη (Ελληνικό Δημόσιο και Γ.Ε.Σ.), να απαιτήσει όλες τις προσφορές να υποβληθούν σε δολλάρια Η.Π.Α., γιατί ανεμένετο μελλοντική πτώση του δολλαρίου, έναντι του Γερμαν. μάρκου και αντελαμβάνοντο ότι, εάν η ΚΑΕ είχε τη δυνατότητα, να προσέφερε το προς πώληση σύστημα της σε Γερμαν. μάρκα και με το δεδομένο ακόμη ότι ορισμένα υποσυστήματα θα αναγκαζόταν να τα αγοράσει από τις Η.Π.Α., θα είχε ένεκα όλων των ως άνω λόγων τη δυνατότητα να προσφέρει χαμηλές τιμές (ελπίζοντας στην άνοδο του μάρκου, όταν θα άρχιζαν οι πληρωμές της, μετά τριετία από της υποβολής των προσφορών). Ότι, πράγματι, αρχές 1988 η αντιστοιχία δολλαρίου Η.Π.Α. - μάρκου κυμαινόταν σε επίπεδα περίπου 1 δολλάριο Η.Π.Α. 1 συν 2 DΜ, ενώ από το έτος 1991 που άρχισαν οι καταβολές στην ΚΑΕ και μετέπειτα η αντιστοιχία αυτή είχε μεταβληθεί σε ένα (1) δολλάριο Η.Π.Α. (1 συν) = 1,5 DΜ. Ότι, εάν η ΚΑΕ υποχρεωνόταν να προσφέρει τότε, σε τιμές δολλαρίου, θα αναγκαζόταν να προσέφερε υψηλότερες τιμές (υψηλότερο δηλαδή τίμημα προς το Ελλην. Δημόσιο) με αποτέλεσμα να χάσει τον εν λόγω διαγωνισμό, γιατί οι πληρωμές της που θα της καταβάλλονταν μετέπειτα (από το Ελλ. Δημόσιο), εκπεφρασμένες σε μάρκα Γερμανίας, θα ήταν κατά 30% μικρότερες. Ιστορώντας τα ως άνω πραγματικά περιστατικά; η ενάγουσα, ότι δηλαδή από τις ιδικές της και μόνο παρεμβάσεις και μεσολαβήσεις, πέτυχε η τρίτη των εναγομένων να προμηθεύσει στο Γ.Ε.Σ. το ένδικο οπλικό σύστημα, παρεμπιπτόντως αναφέρει και ότι, ενώ με την αρχική σύμβαση αυτή (η ενάγουσα) ανέλαβε και την παρεπόμενη υποχρέωση της παροχής και τεχνικώς της υποστήριξης στην ΚΑΕ, οι εναγόμενοι "δόλια και απατηλά" προσπάθησαν να μετατρέψουν την "TRADEMONT" και τους συνεργάτες αυτής σε μεσάζοντες, υποχρεώνοντάς τους να επηρεάσουν υπηρεσιακούς παράγοντες του ΓΕΣ, να υπογράψουν τις διαταγές και τις συμβάσεις μέσα στις επιθυμητές από τους εναγομένους ημερομηνίες και να τους αποδείξουν μάλιστα με στοιχεία ότι το έκαναν αυτό. Ότι όλα αυτά "τεχνουργήθηκαν δόλια", για να μην αποδώσουν τα εκχωρηθέντα χρήματα της άνω συμφωνίας του 2% και αρχικά το ποσό των εξ (6) εκατομμυρίων μάρκων. Ότι, ενώ οι εναγόμενοι έθεσαν ως όρο στην ίδια (την ενάγουσα) να υπογράψει τη σχετική σύμβαση μέχρι 31-12-1990, αυτοί όλοι τους (και η ΚΑΕ ιδιαιτέρως) δέχονταν αυστηρές παρατηρήσεις από τον πελάτη της ΚΑΕ (και δη το ΓΕΣ) δύο (2) μήνες αργότερα, ήτοι τον Φεβρουάριο 1991, για καθυστέρηση δευτερεύουσας σημασίας απαιτούμενων στοιχείων, για την υπογραφή της εν λόγω σύμβασης προμήθειας του άνω υλικού (των αρμάτων αυτών), πράγμα που υποδηλώνει την απάτη σε βάρος της όλων αυτών (των εναγομένων), καθώς και τη δολιότητα αυτής. Ότι οι ανωτέρω εναγόμενοι Ψ4 και Ψ5, παραπονούμενοι αβάσιμα για δήθεν πιέσεις και εκβιασμούς που υφίσταντο εκ μέρους της ίδιας (της ενάγουσας) επρότειναν μέσω του μη διαδίκου, ΑΑ, να της καταβάλουν αυτής (της ενάγουσας) 15.000.000 δραχμ., μόνο, για το οριστικό κλείσιμο της υπόθεσης, η ίδια όμως (η ενάγουσα) το αρνήθηκε. Ότι, ωστόσο, η απόφαση των ανωτέρω (Ψ4-Ψ5), οι οποίοι έπεισαν την ΚΑΕ να υπεξαιρέσουν και να καταχραστούν από κοινού το πιο πάνω εκχωρημένο ποσό (του 2%) ήταν οριστική και αμετάκλητη. Ότι όλοι οι πέντε πρώτοι των εναγομένων, ωσαύτως από κοινού ενεργούντες, πλην του άνω αδικήματος της υπεξαίρεσης του πιο πάνω ποσού παρέστησαν στο μη διάδικο Ελληνικό Δημόσιο, αλλά και στο επίσης μη διάδικο Γερμανικό Δημόσιο, ψευδώς ότι την εκπροσώπηση της ΚΑΕ στην Ελλάδα, και επομένως και τη διαμεσολάβηση μεταξύ αυτής (της ενάγουσας) και του Ελλην. Δημοσίου, δεν την υλοποιούσαν και δεν εξέφραζε ατομικά ο Ψ4 με τους συνεργούς του και τη σύζυγο του Ψ5 και τον όγδοο εναγόμενο, αλλά οι εταιρείες του Ψ4 1) ANDROMEDA και 2) TREDECO LTD (ήτοι, η πρώτη και δεύτερη των εναχθέντων αντίστοιχα), ενώ γνώριζαν ότι η αλήθεια ήταν πως την ΚΑΕ (τρίτη εναγόμενη) την εκπροσωπούσαν και πραγματικοί διαμεσολαβητές μεταξύ αυτής και του Ελλην. Δημοσίου ήσαν ατομικά ο Ψ4 και η ίδια (η ενάγουσα) δια των προαναφερόμενων συνεργατών της στην Ελλάδα, γεγονός που - πλην της σχετικής φοροδιαφυγής του Ψ4 και των δύο (2) αναφερόμενων συνεργατών - προκάλεσε την εξαπάτηση του Ελληνικού και Γερμανικού Δημοσίου, καθώς επίσης και της ΚΑΕ, διότι εμφάνισε σε αυτά πως τα ποσά του 8% από το ακαθάριστο συνολικό ποσό του τιμήματος, που εισπράχθηκε ως άνω, ήτοι των 24.000.000 μάρκων ότι συμβατικά ανήκαν στις δύο (συνεναγόμενες) εταιρείες του Ψ4 (και στον ίδιο και στην άνω σύζυγό του μάλιστα), μολονότι ανήκαν αυτά τα ποσά στην ίδια (την ενάγουσα) και ότι, ειδικότερα, το συμπεριλαμβανόμενο σ' αυτό 2% (ως άνω), που τελικώς ανήκε στην ίδια (ενάγουσα), ανήκε στις εταιρείες αυτές των Ψ4-Ψ5, έτσι δε ώστε τα αντιστοιχούντα ποσοστά να καταβληθούν στους Γερμανούς και στους Ψ4-Ψ5 και "εμείς να υποστούμε την βιβλική αυτή καταστροφή και να μην έχουμε εισπράξει μέχρι στιγμής ούτε μία δεκάρα και ούτε τα έξοδά μας". Ότι, ανεξαρτήτως όλων των ανωτέρω αδικοπραξιών, η ένδικη αυτή αγωγή στηρίζεται βασικά στην εις ολόκληρο συμβατική ευθύνη των πρώτων πέντε (5) εναγομένων, προς καταβολή του άνω ποσού, αφού όλοι αυτοί (οι πέντε πρώτοι των εναγομένων) ανέλαβαν την υποχρέωση συμβατικώς να της καταβάλουν το ποσό αυτό και επομένως πρέπει να υποχρεωθούν, σύμφωνα με την πρώτη αυτή βάση της αγωγής, να καταβάλουν το ισόποσο των 6.000.000 μάρκων, κατά την ημέρα της πληρωμής του, σε δραχμές, νομιμοτόκως και άλλως, όλως επικουρικώς, κατά τις διατάξεις (των άρθρων 904 επ. ΑΚ) για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, απαγγελλομένης και προσωπικής κρατήσεως, κατά των τέταρτου και πέμπτης των εναγομένων, το μεν ως εμπόρων και λόγω της εμπορικής τους ιδιότητας, το δε και εκ παραλλήλου και λόγω των αδικοπραξιών τους και ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης, καθώς επίσης και της προσωπικής κράτησης των τέταρτου έως και όγδοου των εναγομένων. Ειδικότερα, ζήτησε η ενάγουσα, μετά τον παραδεκτό περιορισμό των αιτημάτων της σε εν μέρει αναγνωριστικά; και δη από την ενδοσυμβατική ευθύνη σε συρροή και με την προεκτεθείσα αδικοπρακτική τοιαύτη, 1) α) να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, εις ολόκληρον έκαστος και με προσωπική κράτηση των τέταρτου, πέμπτης, έκτου, εβδόμου και ογδόου των εναγομένων, αα) λόγω της εμπορικής τους ιδιότητας και της εμπορικότητας του ένδικου αυτού χρέους τους και ββ) λόγω της αδικοπραξίας αυτών (από κοινού) και της υπεξαίρεσης και της απάτης τους, και ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης, να της καταβάλουν το ισόποσο σε δραχμές ποσό γερμανικών μάρκων, το οποίο αντιστοιχεί σε 50.000.000 δραχμ. κατά τον χρόνο της πληρωμής τους, 2) να αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενοι υποχρεούνται να της καταβάλουν, σε ολόκληρο ο καθένας τους, το ισόποσο σε δραχμές του υπολοίπου ως άνω κονδυλίου, μέχρι δηλαδή του ποσού των 6.000.000 γερμανικών μάρκων κατά την ημέρα της πληρωμής και όλα τα ανωτέρω ποσά νομιμοτόκως από την κατά τα ως άνω είσπραξη (εκ μέρους του Ελλ. Δημοσίου) των επιμέρους ποσών, άλλως από την επίδοση της αγωγής, ευθυνόμενων, δηλαδή, προς τούτο, όλων μεν των εναγομένων σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες σε συνδυασμό και με την απάτη (έστω και αστική τοιαύτη) και την υπεξαίρεση, των πέντε (5) πρώτων εκ των εναγομένων σωρευτικώς (προς τις άνω δηλαδή αδικοπρακτικές και απατηλές πράξεις) και βάσει της αντισυμβατικής ως άνω συμπεριφοράς τους, άλλως επίσης επικουρικά, κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Το Εφετείο, μετά εξαφάνιση της πρωτοβάθμιας απόφασης, έκρινε την αγωγή ως νόμω αβάσιμη για όλες τις βάσεις της; και ειδικότερα την εκ της συμβάσεως βάση της, η οποία ενδιαφέρει εν προκειμένω, ως προσκρούουσα στις απαγορευτικές διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 εδ. α' του Ν. 5227/1931 "Περί μεσαζόντων". Συγκεκριμένα, το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, εκτιμώντας τα ιστορούμενα στο δικόγραφο της αγωγής, δέχεται επί λέξει τα εξής : Α) Η ίδια η ενάγουσα εκθέτει στην αγωγή της αυτή ότι μεταξύ των διαδίκων καταρτίσθηκε σύμβαση, βάσει της οποίας συμφωνήθηκε αλλά και περαιτέρω πραγματώθηκε (και υλοποιήθηκε) η προώθηση στις Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις αποκλειστικώς και μόνο του Συστήματος Ελέγχου Πυρός, ΜΤΒ Μ48Α5 ΜΟLF, το οποίο παρήγαγε η τρίτη των εναγομένων (Γερμανική εταιρεία) και δη, πέραν και της σύνταξης προσφορών, της παρακολούθησης και παρουσίασης των εν λόγω συστημάτων στο Δημόσιο, ως πελάτη, της προβολής και της αποδοχής του ίδιου αυτού συστήματος (συστήματος ελέγχου πυρός), το πρωτίστως ενδιαφέρον - για την εκτίμηση του περιεχομένου της αγωγής αυτής - είναι το αναφερόμενο γεγονός, περί του ότι, η ίδια αυτή (και μόνον και με την ομάδα της) δραστικώς και αποφασιστικώς αλλά και τελεσφόρως και εξόχως επιτυχώς: α) Μεσολάβησε, προκειμένου να τροποποιηθεί η προσφορά της τρίτης των εναγομένων στο συγκεκριμένο μειοδοτικό διαγωνισμό των Ενόπλων Δυνάμεων της Ελλάδος και μάλιστα να γίνει αυτή (η προσφορά) σε γερμανικά μάρκα και όχι σε δολλάρια Η.Π.Α., β) Ότι, με την δική της καθοριστική παρέμβαση και διαμεσολάβηση και υποστήριξη προς το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας της Ελλάδος και ειδικότερα στο Γενικό Επιτελείο Στρατού (Γ.Ε.Σ.), επιτεύχθηκε τελικώς έγκριση της προμήθειας του ανωτέρω οπλικού συστήματος (έναντι άλλων ανταγωνιστικών αυτού) αποκλειστικά από την τρίτη των εναγομένων (Γερμανική Εταιρεία), γ) Ότι επίσης μεσολάβησε η ίδια και αντιστοίχως επέτυχε η σχετική χρηματοδότηση του εξοπλιστικού προγράμματος των ενόπλων δυνάμεων της Ελλάδος να γίνει με εθνικά κονδύλια, ήτοι μέσω σχετικών δανειοδοτήσεων από Ελληνικές και ξένες Τράπεζες και πάντως όχι, όπως προηγουμένως ίσχυε αποκλειστικά, από δανειοδοτήσεις των Η.Π.Α. δηλαδή από αμερικανικές δανειοδοτήσεις (ΡΜ5), έτσι δε ώστε, να συμμετείχαν, αντίστοιχα, στον εν λόγω διαγωνισμό, μόνο αμερικανικές εταιρείες, δ) Ότι επίσης αποφασιστικώς συνέδραμε η ίδια την τρίτη των εναγομένων, που υπέβαλε στις 24-03-1998 επιστολή προς το Γ.Ε.Σ, ζητώντας διευκρινίσεις, ως προς το ζήτημα της χρηματοδότησης του εν λόγω εξοπλιστικού προγράμματος, στην οποία αντίστοιχα δόθηκε η απάντηση από το ίδιο το Γ.Ε.Σ., της περιόδου 1988 - 1992 [αποφάσεις ειδικότερα 1//Σ.8/88 ΣΑΓΕ και 1/Σ.3/88 ΚΥΣΕΑ], αφενός μεν, πως προβλεπόταν ο εκσυγχρονισμός των αρμάτων Μ48Α5 να γινόταν με την τοποθέτηση Συστήματος Ελέγχου Πυρός σ' αυτά αποκλειστικά και μόνο με κονδύλια δανειοδοτήσεων των Η.Π.Α., αφετέρου δε και ότι το εν λόγω πρόγραμμα είχε ήδη εγκριθεί από την Ανώτατη Στρατιωτική Ηγεσία ως εξής και δη με μεγάλη προσπάθεια της ίδιας αυτής (της ενάγουσας): Να μεταπεισθεί τελικώς το Γ.Ε.Σ., ως πελάτης και να τροποποιήσει τον ως άνω τρόπο χρηματοδοτήσεως του εν λόγω εξοπλιστικού προγράμματος και ότι πράγματι μεταπείσθηκε αυτό (το Γ.Ε.Σ.), ως πελάτης, γεγονός που επετεύχθη αποκλειστικώς χάριν στην επίπονη και πολύχρονη εργασία της ομάδας των συνεργατών αυτής (της ενάγουσας) στην Ελλάδα (για την αποφυγή δηλαδή του μονοπωλίου των αμερικανικών εταιρειών), ε) Ότι, έτσι και μόνο, χάριν δηλαδή των δικών της και μόνο, κατά τα ως άνω; παρεμβάσεων και μεσολαβήσεων της προς το Γ.Ε.Σ., όχι μόνο άλλαξε ο τρόπος χρηματοδοτήσεως των εν λόγω εξοπλιστικών προγραμμάτων των ενόπλων δυνάμεων της Ελλάδος, αλλά και κατά τον διενεργηθέντα μειοδοτικό διαγωνισμό κατακυρώθηκε τελικώς η προαναφερόμενη προμήθεια (του ανωτέρω οπλικού συστήματος) στην τρίτη των εναγομένων, συναφθείσας προς τούτο, με την τελευταία αυτήν, τον Μάρτιο του έτους 1991 και της σχετικής (επικυρωτικής) συμβάσεως. Β) ότι, χωρίς την τοιαύτη διαμεσολάβηση αυτής (της ενάγουσας) θα είχε αποκλεισθεί του εν λόγω διαγωνισμού η τρίτη των εναγομένων, ως προμηθεύτρια του δικού της οπλικού (ως άνω) συστήματος, Γ) ότι, παρά τις ανωτέρω μεσολαβητικές της προσπάθειες, οι αντίδικοι της, ως εις ολόκληρον μάλιστα υπόχρεοι - μεταξύ δε των οποίων και η τρίτη των εναγομένων (Γερμανική εταιρεία) - αρνούνται να εκπληρώσουν την παροχή που της υπεσχέθη η τρίτη αυτή των εναγομένων, της κατά τα ως άνω δηλαδή αμοιβής της, για όλες τις πιο πάνω μεσολαβήσεις και παρεμβάσεις της προς το Γ.Ε.Σ. κ.λ.π. όπως πιο πάνω, Δ) ότι - όπως ομοίως περαιτέρω εξέθεσε στην κρινόμενη αγωγή της η ίδια αυτή η ενάγουσα - οι δικοί της συνεργάτες, που τους κατονομάζει μάλιστα, αφού παρακολούθησαν τις διεθνείς χρηματιστηριακές αγορές και τις τάσεις των οικονομιών των Η.Π.Α και της Γερμανίας, αντίστοιχα, πραγματοποίησαν την ως άνω μεσολάβηση τους προς το Γενικό Επιτελείο Στρατού (Γ.Ε.Σ.), με συγκεκριμένες - όπως επίσης η ίδια ρητώς αναφέρει - και συνεχείς παραστάσεις και, με τον τρόπο αυτό και μόνο, έπεισαν τελικώς τα αρμόδια όργανα του Γ.Ε.Σ. να δεχτούν ώστε η προσφορά της τρίτης των εναγομένων (Γερμανικής Εταιρείας) να γίνει (τελικώς) σε μάρκα (και όχι σε δολλάρια Η.Π.Α.), για να έχει εκείνη τη δυνατότητα να προσφέρει "χαμηλές τιμές" (ενώ, αν αντιθέτως προσέφερε τις τιμές της, σε δολλάρια Η.Π.Α., θα αναγκαζόταν να προσφέρει υψηλότερες τιμές, με κίνδυνο εντεύθεν να μη γίνει δεκτή και χάσει τον εν λόγω μειοδοτικό διαγωνισμό). Με όλα τα ανωτέρω, που εκθέτει στην κρινόμενη αγωγή της, η ενάγουσα ενστερνίζεται, υιοθετεί (και παραδέχεται), στο ίδιο το δικόγραφο αυτής και δη ρητώς, σαφώς και κατηγορηματικώς, ότι παραβίασε τις διατάξεις του πιο πάνω νόμου "περί μεσαζόντων". Και ναι μεν, σε άλλο σημείο της κρινόμενης αγωγής της η ενάγουσα εξιστορεί ότι, παρεκτός και των κατά τα ως άνω διαμεσολαβήσεων και παρεμβάσεων της προς το Ελληνικό Δημόσιο και δη προς το Γ.Ε.Σ. και από τον Φ ακόμη (προσθέτως παρεμβάντα στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο), παρέσχε συμπληρωματικώς και την αναφερόμενη τεχνική και επιστημονική αρωγή των αναφερόμενων συνεργατών της - που δεν είναι μάλιστα και όλοι τους αυτοί, πλην του Φ μόνο, διάδικοι στην παρούσα δίκη - ωστόσο όμως μόνη η παράθεση και των στοιχείων αυτών, που εκφεύγουν μάλιστα των ελεγχόμενων από το Δικαστήριο πιο πάνω αγωγικών της ισχυρισμών, πραγμάτων δηλαδή (περί μεσολαβήσεων και παρεμβάσεων της δηλαδή προς το Γ.Ε.Σ., για να μετάσχει η τρίτη των εναγομένων στον ένδικο μειοδοτικό του διαγωνισμό) δεν αλλάζει, ούτε και τροποποιεί την εκτίμηση της αγωγής αυτής ως προς το προπαρατεθέν πραγματικό περιεχόμενο της (την πραγματική δηλαδή ιστορική και νομική αιτία αυτής). Κατά συνέπεια και η βάση της αγωγής, που επιχειρείται να θεμελιωθεί από την ενάγουσα στην κατά τα ως άνω αθέτηση της υπόσχεσης και συνακολούθως και της υποχρέωσης των εναγομένων (και δη και της τρίτης τούτων), πρέπει, σύμφωνα και με τις προαναφερόμενες νομικές σκέψεις και τις διατάξεις του νόμου περί μεσαζόντων, να απορριφθεί ως μη νόμιμη". Με την κρίση του αυτή το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη "πράγματα" μη προταθέντα, μεταβάλλοντα τη βάση της αγωγής ούτε παρεβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 1 και 2 του ν. 5227/1931 με εσφαλμένη υπαγωγή των ιστορούμενων στην αγωγή πραγματικών γεγονότων στη διάταξη του άρθρου 1 που δεν ήταν εφαρμοστέα, αντί στη εφαρμοστέα διάταξη του άρθρου 2 του ως άνω νόμου. Ειδικότερα, το Εφετείο, με τη χρησιμοποίηση των λέξεων "διαμεσολοβήσεις", "παρεμβάσεις", εξέφρασε το κατά την εκτίμησή του περιεχόμενο της αγωγής σε συνδυασμό με τα αιτήματά της, όπως ρητώς τα διαλαμβάνει στην προσβαλλόμενη απόφαση, αναφέροντας, μάλιστα, συγκεκριμένα, ιστορούμενα στην αγωγή, πραγματικά περιστατικά, τα οποία κατά την εκτίμησή του καταφάσκουν την ύπαρξη "διαμεσολαβήσεων", και "παρεμβάσεων". Ούτε, εξάλλου, με την εκτεθείσα κρίση του το Εφετείο παρεβίασε τις ανωτέρω ουσιαστικού διατάξεις των άρθρων 1 και 2 του ν. 5227/1931 με εσφαλμένη υπαγωγή σ' αυτές των αναφερόμενων στην αγωγή πραγματικών γεγονότων, αφού αυτά, σε συνδυασμό με το επίσης αναφερόμενα στην αγωγή περιεχόμενο της επίμαχης συμφωνίας (προώθηση, ποσοστά, χρηματικά ανταλλάγματα εκχωρήσεις, χωρίς αναφορά σε συγκεκριμένες τεχνικές ή επιστημονικές υπηρεσίες, οι οποίες ούτε προσδιορίζονται ούτε αποτιμώνται) και σκοπό αυτής (κατάρτιση συμβάσεως με το Δημόσιο), ανταποκρίνονται πλήρως στις προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 1 του ν. 5227/1931 και όχι σ' αυτές του άρθρου 2 του ίδιου νόμου. Συνεπώς, οι περί του αντιθέτου εκ των αριθμών 8 στοιχ. α και 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αναιρετικοί λόγοι είναι αβάσιμοι. VII.- Ο αναιρετικός λόγος από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ ιδρύεται όταν η προσβαλλόμενη απόφαση, συνεπεία ανύπαρκτης, αντιφατικής ή ανεπαρκούς αιτιολογίας, στερείται νόμιμης βάσεως και εντεύθεν καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος ως προς την ορθότητα ή μη της υπαγωγής των πραγματικών περιστατικών, που έγιναν δεκτά από το δικαστήριο της ουσίας, στον προσήκοντα κανόνα δικαίου. Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι ο αναιρετικός αυτός λόγος προϋποθέτει ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας και δεν ιδρύεται αν η αγωγή απορρίφθηκε ως αόριστη ή νόμω αβάσιμη. Επομένως, ο τρίτος εκ του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αναιρετικός λόγος, με τον οποίο ψέγεται η προσβαλλόμενη απόφαση για ανεπάρκεια των αιτιολογιών της, είναι απαράδεκτος, αφού το Εφετείο δεν προέβη στην κατ' ουσίαν διερεύνηση της διαφοράς, αλλά απέρριψε την κρίσιμη αγωγή ως νόμω αβάσιμη. VIII. Κατ' ακολουθίαν, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 17-8-2006 αίτηση της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "TRADEMONT ΑG" για αναίρεση της 4644/2006 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στην δικαστική δαπάνη των παρισταμένων αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει α) στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ για τους δεύτερη, τέταρτο, πέμπτο και όγδοο των αναιρεσιβλήτων β) στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ για τους τρίτη και έβδομο των αναιρεσιβλήτων και γ) στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ για τους κληρονόμους του αποβιώσαντος έκτου αναιρεσιβλήτου.. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 12 Ιουνίου 2009. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 10 Ιουλίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ