Σάββατο 13 Απριλίου 2013

Ό,τι μου φανεί

Ι. Είναι δύσκολο να ζήσεις παραμυθένιες στιγμές, χωρίς παραμύθι και πάει πολύς καιρός από τότε που εγώ άφησα το δικό μου. Κακώς, σκέφτομαι μερικές φορές. Αμέσως όμως, θυμώνω και με επιπλήττω για το έλλειμα αφοσίωσης στα "γιατί" αυτού του κόσμου (που δεν χωρούν σε παραμύθια) και εγώ υποσχέθηκα να ψάχνω πάντα. Επιτρέπω όμως στον εαυτό μου την παρασπονδία να ζήσει για λίγο ένα ξένο παραμύθι, μέσα από τα βιβλία. Κάπως σαν τον αέρα που ρουφάς, πριν χώσεις ξανά το κεφάλι κάτω από το νερό. Πως αλλιώς να επιβιώσει μια μάγισσα, στον κόσμο που όλοι λένε πραγματικό, αλλά δεν της φαίνεται καθόλου αληθινός; 

ΙΙ. Όπως έχουμε και άλλοτε πει, το βασικότερο προσόν μιας μάγισσας είναι η Πρώτη Ματιά και οι Δεύτερες Σκέψεις (αν έχεις και Τρίτες Σκέψεις, τότε κορίτσι μου, έχεις χάρισμα). Με την Πρώτη Ματιά βλέπεις αυτό που πραγματικά υπάρχει (και ουχί που αυτό που όλοι νομίζουν ότι υπάρχει) και με τις Δεύτερες Σκέψεις επεξεργάζεσαι τα δεδομένα που σου παρείχε η Πρώτη Ματιά. 

Η Πρώτη Ματιά και οι Δεύτερες Σκέψεις είναι προσόν αν θέλεις να γίνεις μάγισσα, αλλά είναι κατάρα, αν θέλεις να ενταχθείς ομαλά στον κοινωνικό σου περίγυρο. Και το χειρότερο είναι ότι δεν έχουν διακόπτη on-off. Έτσι λοιπόν δυσκολεύεσαι αφάνταστα - για την ακρίβεια δεν κατορθώνεις - να δεις αυτά που βλέπουν οι άλλοι, ή βλέπεις πράγματα εκεί που οι άλλοι βλέπουν το κενό. 

Περιστατικό Νο 1, εν είδει παραδείγματος : Βαράει μήνυμα στο κινητό. "Α, για ευχές είναι". Διαβάζω. Γαμωσταυρίζω (είναι η ίδια κονσέρβα με "ευχές" που πέρυσι μου είχε στείλει κάποιος άλλος). "Γιατί παιδάκι μου βρίζεις; Ευχές σου έστειλε ο άνθρωπος". "Ναι καλά, χέστηκε για τις ευχές, όπως επίσης χέστηκε για το αν ζω ή πέθανα. Απλώς το θεώρησε politically correct να μου στείλει ένα sms. Ευχές είναι αυτές; Deleeeeeeeeeeeeeeete"

Περιστατικό Νο 2, εν είδει παραδείγματος :
- Παρακαλώ;
- Που είσαι ρε μαλακισμένο;
- Ορίστε; Ποιος είναι;
- Έλα ρε, ο [καλύπτεται από το απόρρητο] είμαι. Καλά είσαι; Είπα να πάρω ένα τηλέφωνο να δω να ζεις και ταλαιπωρείς ακόμη κόσμο!
 ...
-  [καλύπτεται από το απόρρητο], χάρηκα πολύ που σε άκουσα! Φιλιά.

ΙΙΙ.  Τελικά, νομίζω ότι έχουμε υποτιμήσει την αξία της θρησκείας για τον άνθρωπο. Όλες οι θρησκείες που σέβονται τον εαυτό τους, και για το λόγο αυτό έχουν εξελιχθεί σε megaμπίζνες, έχουν και έναν κακό. Ο δικός μας κακός είναι ο διάβολος. Κάνεις μια μαλακία και μετά λες , "Κοίτα τι πήγε με έβαλε ο διάολος να κάνω!" αντί να πεις "Μα τι σκατά έχω μέσα στο κεφάλι μου και πήγα και έκανα τέτοια μαλακία;". Βλέπεις όλη αυτή την αδικία και τη δυστυχία γύρω σου και λες "Αυτά είναι δουλειές του διαόλου" αντί να πεις "Μα καλά πως το επιτρέπω να συμβαίνει αυτό;" ή "Γιατί το επιτρέπω να συμβαίνει αυτό;"... Καθάρισες. Δεν χρειάζεται να κάνουμε τίποτα. Για όλα φταίει ο διάολος. Εμείς δεν χρειάζεται να κουνήσουμε το δακτυλάκι μας, για να διορθώσουμε ή να μην επιτρέψουμε να συμβούν. Μεγάλη εφεύρεση, σου λέω, ο κακός που φταίει για όλα.

IV. Κάπου διάβασα ότι οι περισσότεροι άνθρωποι βαριούνται να διαβάζουν κείμενα που υπερβαίνουν τις 600 - 800 λέξεις. Σόρρυ κιόλας που θα γίνω πνεύμα αντιλογίας, αλλά εάν κάτι βρίσκεις ότι παρουσιάζει ενδιαφέρον, γιατί να βαρεθείς να το διαβάσεις όλο;  Και επίσης, πόσα πράγματα περιμένεις ότι μπορεί  να αναπτύξει ένας άνθρωπος με 800 λέξεις; Ακόμη και ανέκδοτο περιέχει περί τις 100 λέξεις (ναι έκατσα και τις μέτρησα και είναι από το ανέκδοτο που ένας δικηγόρος προτείνει σε μια ξανθιά, κατά τη διάρκεια μιας πτήσης, να παίξουν το παιχνίδι των ερωτήσεων και απαντήσεων επ' αμοιβή).

GatheRate

Το παιδί του Μίσους και της Βλακείας

Το Μίσος ήταν τέτοιος ο χαρακτήρας του που απέκλειε τη συνύπαρξη του με κάτι άλλο, ο,τιδήποτε. Το ήξερε και αυτό το ήξεραν και οι άλλοι. Κάποια στιγμή όμως, κάποια μια και μοναδική στιγμή, ανεπανάληπτη έκτοτε, ήρθε κοντά με τη Βλακεία. Παρότι συγγενείς εξ αίματος, ζευγάρωσαν. Ίσως και να αγαπήθηκαν, κανείς όμως ποτέ δεν θα μάθει, γιατί το Μίσος ήταν πάντα τυφλό και η Βλακεία πάντα αφελής. Ζευγάρωσαν και έκαναν ένα παιδί. Ένα παιδί πιο άσχημο, από τους γονείς του. Ένα παιδί τόσο άσχημο, που ακόμη και οι γονείς του δεν άντεχαν τη θέα του. Ήταν όμως γονείς και όπως και να το κάνουμε δεν μπορούσαν να παραδεχθούν την ασχήμια του. Προσπαθούσαν μάταια να τη δικαιολογήσουν, με την ελπίδα να τη μειώσουν, να την εξαφανίσουν. Έντυναν το παιδί τους με ονόματα, με λέξεις, με δικαιολογίες, όλα πλούσια και καλοφτιαγμένα, παραγγελίες ακριβές σε ξακουστούς μαστόρους, αλλά λίγα κατάφερναν. Το παιδί παρέμενε αποκρουστικά άσχημο και ο κόσμος δεν ήθελε να γνωρίζει καν την ύπαρξη του. 

Αλλάζουν όμως οι καιροί και μαζί τους αλλάζει και ο κόσμος. Άρχισε να βλέπει με συμπάθεια το Μίσος και τη Βλακεία. Άλλωστε πάντα και οι δύο είχαν "παρήγορα" λόγια να προσφέρουν στον κόσμο. Και όσο μεγαλύτερη η ανάγκη για παρηγοριά, τόσο μεγαλύτερη η ανάγκη για λόγια. Και το παιδί τους, όπως και να το δει κανείς, ήταν το συμπύκνωμα των παρηγοριτικών λόγων και των δύο. Ήταν όμως άσχημο. Όχι όμως και τόσο, όταν το έβλεπες με όλες τις έννοιες και λέξεις του ντυμένο. Ίσως να μην ήταν και τόσο άσχημο τελικά.

Το παιδί μεγάλωνε και ο κόσμος άλλαζε, κατευθυνόμενα, όπως πάντα. Ο κόσμος συνήθιζε την ύπαρξη του παιδιού, συνήθιζε και την όψη του. Δεν μπορούσε παρά να λάβει σοβαρά υπ' όψιν του και τις συμβουλές ότι παιδί είναι, δεν σωστό να το αποκλείουμε, παιδί είναι, δεν είναι σωστό να το απομονώνουμε. 

Δεν υπάρχει πιο μεγάλη δύναμη από τη συνήθεια. Ο κόσμος είχε συνηθίσει την ασχήμια του παιδιού και δεν του έκανε εντύπωση πια. Το έβλεπε πλέον παντού, το συνήθισε. Άλλωστε, όπως φημολογούνταν δεν ήταν πολύ διαφορετικό από τα άλλα παιδιά, ήταν σαν ένα άλλο οποιοδήποτε παιδί, έτσι έλεγαν πολλοί και ακόμη περισσότεροι τους πίστευαν. Έντάξει, ίσως ήταν λιγάκι πιο επιθετικό, αλλά τι σημασία είχε.  

Ήταν ακόμη άσχημο, όμως όχι όσο πριν. Το παιδί είχε κληρονομήσει τις ιδιότητες των γονιών του. Ο κόσμος είχε εκπλαγεί από την παρηγοριά που αυτό το παιδί, το παιδί του Μίσους και της Βλακείας, είχε να προσφέρει. Έστω και με σκοπό το κέρδος. Το παιδί είχε προίκα του, όλα όσα οι γονείς του είχαν πετύχει, που δεν ήταν και λίγα. Μια μέρα αποφάσισε να επενδύσει τον πλούτο των γονιών του, να τον αυγατίσει. Είχε δίκιο, πολύ σύντομα κέρδισε πολλαπλάσια. Οι ψίθυροι οργίαζαν και άρχισαν να γίνονται φωνές. "Δεν είναι έτσι όπως νομίζετε", "Μήπως πρέπει να του δώσουμε μια ευκαιρία;", "Ίσως να είναι μια κάποια λύση". 

Δεν έλειπαν όμως και οι φωνές που διατείνονταν ότι ήταν πάντα το παιδί του Μίσους και της Βλακείας, ότι ήταν πάντα άσχημο και τώρα δεν είναι λιγότερο, επειδή μας παρηγορεί. Κι αν στην αρχή αυτές οι φωνές εξέφραζαν την πλειονότητα, σιγά σιγά η ένταση τους έφθινε. Υπήρχαν τώρα οι φωνές που υποστήριζαν ότι είναι κακοποίηση να αποκλείεις ένα παιδί, ότι είναι ρατσιστικό να υποστηρίζεις ότι το παιδί γίνεται το κράμα των γονιών του, ότι είναι άδικο να χρεώνεις σε ένα παιδί την ασχήμια του. Ήταν πειστικές. Άλλωστε, ποιός θα μπορούσε να αντιλέξει ότι ο αποκλεισμός καθ' εαυτός δεν είναι κακός; Ποιός θα μπορούσε να έχει αντίρρηση ότι ο ρατσισμός καθ' εαυτός είναι κατακριτέος; Λίγοι αναρωτήθηκαν εάν κάνεις/είσαι όλα αυτά τα κακά, όταν απλώς δεν θέλεις το παιδί του Μίσους και της Βλακείας να περνάει απαρατήρητο και ακόμη λιγότεροι άντεξαν την ταμπέλα που τους κόλλαγαν όταν εξέφραζαν αντιρρήσεις πως τα πράγματα δεν είναι έτσι όπως παρουσιάζονται. 

Οι αντιστάσεις λιγόστευαν και κουράζονταν.

GatheRate

Τρίτη 2 Απριλίου 2013

Τρεις φωτογραφίες και μια προφητεία

1. Κάθε βράδυ, πριν ξαπλώσω, φιλώ τη μόνη οριστική, αμετάκλητη και αδιαπραγμάτευτη δέσμευση που έχω επιτρέψει στον εαυτό μου. Ο γιος μου, πολλές φορές, μέσα στον ύπνο του, απλώνει τα χέρια του και με αγκαλάζει γύρω από το λαιμό, κρατώντας με για αρκετή ώρα. 

(Μακάρι να μην χρειαστεί ποτέ να επιβεβαιώσω ότι αυτό το συναίσθημα καταργεί κάθε όριο που μπορεί να διαθέτω σαν άνθρωπος, κυρίως διότι κατά βάθος ξέρω ότι τότε θα είμαι ικανή για τα πάντα)

2. Στο πεζοδρόμιο, απέναντι από το γραφείο μου, κάθεται, κάθε μέρα, ένας γερασμένος,  απροσδιόριστης όμως ηλικίας, άνδρας. Σκυφτός, κουρασμένος, αλλά όχι ταπεινωμένος. Κρατάει ένα πλαστικό ποτήρι, αλλά δεν το απλώνει, ούτε ζητάει χρήματα. Αν του αφήσεις χρήματα, δεν θα σου μιλήσει. Θα σηκώσει το κεφάλι του και θα σε κοιτάξει στα μάτια. Άφωνος, αλλά όχι σιωπηλός.

(Δεν υπάρχει πιο δυνατή κραυγή από τη σιωπή. Δεν υπάρχει πιο σαφές μήνυμα από αυτό που στέλνουν τα μάτια ενός ανθρώπου. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη υποκρισία από το να μην καταλαβαίνεις.)

3. Στον περιφερειακό, στα Τουρκοβούνια, ένας παππούς, που ήδη διανύει, αν όχι εξαντλεί, την όγδοη δεκαετία της ζωής του, περπατά στο στενό πεζοδρόμιο, στηριζόμενος σε ένα μπαστούνι, ενώ με το ελεύθερο χέρι του προσπαθεί να κρατήσει μια αγκαλιά χόρτα που έχει μαζέψει.

(Γεννήθηκα και μεγάλωσα στο κέντρο της Αθήνας. Το μάζεμα χόρτων είναι μια από εκείνες τις ασχολίες που, στο μυαλό μου, ήταν άμεσα συνδεδεμένες με ένα χωράφι, με ένα χωριό. Δεν είχα ξαναδεί να μαζεύουν χόρτα μέσα στην πόλη.)


 
Κάπου στα τέλη της δεκαετίας του '80, σε ένα σαλόνι σε ένα σπίτι στην ελληνική επαρχία, ένα μεσημέρι καλοκαιριού, δύο άντρες, που έζησαν και πολέμησαν στην Κατοχή και στον Εμφύλιο, συζητούν.
- Δημήτρη, το τέταρτο Ράιχ θα είναι οικονομικό.
- Απόστολε, νομίζω ότι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι έχουν γίνει μάθημα σε όλους.

(Είκοσι και πλέον χρόνια μετά, οι άνδρες αυτοί έχουν πεθάνει, αλλά όχι τα λόγια τους.)

GatheRate