Κυριακή 13 Σεπτεμβρίου 2015

Πότε αποφασίστηκε η διεξαγωγή των επερχόμενων εκλογών;



Ενόψει των επερχόμενων βουλευτικών εκλογών, της 20ης Σεπτεμβρίου 2015, θα περιοριστώ να διατυπώσω μόνο την παρακάτω άποψη :

Η διεξαγωγή εκλογών, στο συγκεκριμένο χρονικό σημείο, αποφασίστηκε κατά τη σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών, της 6ης Ιουλίου 2015, την επομένη δηλαδή της διεξαγωγής του δημοψηφίσματος, με το γνωστό αποτέλεσμα υπέρ του Όχι.

Πιο συγκεκριμένα, κατά την εν λόγω συνάντηση ο Τσίπρας ενημέρωσε με κάθε επισημότητα τους υπόλοιπους πολιτικούς αρχηγούς πως πρόκειται να υποβάλει αίτηση για την υπαγωγή σε νέο πρόγραμμα, εφόσον ήταν δεδομένο πως όλες οι άλλες εναλλακτικές είχαν πλέον εξαφανιστεί. 

Σε αυτό το πλαίσιο, επίσης τους ενημέρωσε πως δεν υπήρχε περίπτωση ο συνασπισμός που στηρίζει την κυβέρνησή του να μπορέσει να υπερψηφίσει την όποια συμφωνία πραγματοποιηθεί με τους εταίρους, διότι μέρος της κοινοβουλευτικής ομάδας του δεν πρόκειται να ψηφίσει θετικά. Προφανώς, γνώριζε ήδη τις αντιρρήσεις και το ποιοι τις διατύπωναν, ήδη από τότε, εμείς μόνο μάθαμε για αυτές πρόσφατα, από τις δηλώσεις Λαπαβίτσα. Για το λόγο αυτό, αντί να κληθεί στη συνάντηση αυτή, όπως θα ήταν εύλογο αφού αφορούσε τη διαπραγμάτευση και την εφεξής πορεία της χώρας, ο υπουργός οικονομικών, κλήθηκε, από τους πολιτικούς αρζηγούς, ο Λαφαζάνης, προφανώς προκειμένου να αποσαφηνίσει εάν ο ίδιος και οι βουλευτές που ελέγχει θα ψήφιζαν την τυχόν συμφωνία που θα ερχόταν στο κοινοβούλιο προς κύρωση.

Μετά δε την επιβεβαίωση πως  η τυχόν συμφωνία δεν θα υπερψηφιζόταν από κάποιους βουλευτές της τότε κοινοβουλευτικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ, ο Τσίπρας εξέθεσε στους πολιτικούς αρχηγούς πως θα έπρεπε οι δικές τους κοινοβουλευτικές ομάδες να στηρίξουν, σε επίπεδο ψηφοφορίας, τη νέα συμφωνία, αλλά και τους εφαρμοστικούς νόμους, διότι εκείνος πλέον δεν θα μπορούσε να διασφαλίσει την υπερψήφισή τους, ούτε με τις 151 ψήφους που χρειάζονται οι εφαρμοστικοί νόμοι.

Εκλογές ήταν, ούτως ή άλλως, αναπόφευκτο να γίνουν, εντός του 2015, στο μέτρο που ο κορμός της απερχόμενης κυβέρνησης, ο ΣΥΡΙΖΑ, δεν ήλεγχε πλέον την κοινοβουλευτική ομάδα του, είχε δε εκλεγεί με εντελώς άλλες προγραμματικές δηλώσεις από αυτές που θα εφάρμοζε, με αντίστοιχη δυσαρέσκεια του κόσμου. Αντί λοιπόν της αναμονής μέχρι την υπερψήφιση και των εφαρμοστικών νόμων, οι οποίοι θα έπρεπε να στηριχθούν και από τα κόμματα της αντιπολίτευσης, αφαιρώντας έτσι κάθε περιθώριο αντιπολίτευσης και κατ’ επέκταση διαφοροποίησης της από την κυβέρνηση, με την ελπίδα εναλλαγής στην εξουσία, θεωρήθηκε σκόπιμο οι εκλογές να διεξαχθούν πριν τη ψήφιση των εφαρμοστικών νόμων. Εν ολίγοις, η σύμπασα η αντιπολίτευση ήξερε καλά πως εάν στήριζε και τους εφαρμοστικούς νόμους, μετά θα έδειχνε το δεκανίκι της κυβέρνησης και άντε να ζητήσει ψήφο υποσχόμενη κάτι άλλο και μάλιστα τόσο σύντομα μετά τις σχετικές ψηφοφορίες.

Από την άλλη πλευρά, η διεξαγωγή εκλογών πριν τη ψήφιση των εφαρμοστικών νόμων εξυπηρετούσε και το ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος μπορούσε να υποστηρίξει ότι εκβιάστηκε (ασχέτως εάν αυτό είναι αλήθεια ή ψέματα) στην υπογραφή του νέου μνημονίου, αλλά μπορεί να κάνει τη διαφορά στην εφαρμογή του, χωρίς οι ψηφοφόροι να έχουν καταλάβει - και πολύ περισσότερο να έχουν νιώσει στο πετσί τους - τι σημαίνει και συνεπάγεται το νέο μνημόνιο.

Εφόσον, λοιπόν, οι πολιτικοί αρχηγοί συμφώνησαν, ο καθένας για τους δικούς του λόγους, πως η διεξαγωγή εκλογών ήταν προτιμότερο να λάβει χώρα νωρίς το φθινόπωρο, και πάντως πριν να έρθουν προς ψήφιση οι εφαρμοστικοί νόμοι, έμενε μόνο να διασφαλιστεί η συναίνεση των εταίρων μας προς τούτο. Λαμβάνοντας ως δεδομένο πως και οι εταίροι μας γνώριζαν, ως πολιτικοί, πως οι εκλογές ήταν αναπόφευκτες, προτίμησαν αυτές να γίνουν πριν από την πρώτη αξιολόγηση του προγράμματος, προς αποφυγή της αναστάτωσης σε εκείνο, το σημαντικό, σημείο του νέου προγράμματος. 

Φυσικά, η παραπάνω συναπόφαση όλων για τη διεξαγωγή των εκλογών δεν ήταν ανακοινώσιμη, για ευνόητους λόγους. Προκειμένου όμως να οδηγηθούμε σε εκλογές, έπρεπε ή να πέσει η κυβέρνηση, ή να παραιτηθεί. Ευλόγως, το ευνοϊκότερο για το ΣΥΡΙΖΑ σενάριο ήταν να πέσει η κυβέρνηση, και για το λόγο αυτό ανακοινώθηκε πως θα ζητηθεί ψήφος εμπιστοσύνης, κατά τη διάρκεια της οποίας οι «αντάρτες» θα έπρεπε, είτε να γίνουν ρόμπα στηρίζοντας την κυβέρνηση, λίγες ημέρες μετά την καταψήφιση της συμφωνίας που έφερε η κυβέρνηση, είτε να άρουν την εμπιστοσύνη τους  προς την κυβέρνηση και να τη ρίξουν, συγκεντρώνοντας πάνω τους όλη την κατακραυγή για την αναστάτωση των εκλογών (και για την απώλεια της εξουσίας από την πρώτη αριστερή κυβέρνηση). Προκειμένου λοιπόν οι αντάρτες να αποφύγουν το δεύτερο σενάριο, το οποίο προφανώς δεν τους εξασφάλιζε τη πολιτική επιβίωσή τους, οι "αντάρτες" προτίμησαν να γίνουν ρόμπες, και έτσι η Αριστερή Πλατφόρμα δήλωνε, σε όλους τους τόνους, πως δεν θέλει να ρίξει την κυβέρνηση και δεν θα την καταψηφίσει κατά τη διαδικασία παροχής ψήφου εμπιστοσύνης. Κάπως έτσι, λοιπόν η κυβέρνηση αναδιπλώθηκε και ακολούθησε τη στρατηγική της παραίτησης, προκειμένου να οδηγηθούμε στις προ πολλού αποφασισμένες εκλογές της 20ης Σεπτεμβρίου 2015.

Προς επίρρωση όλων των παραπάνω, αρκεί να δούμε τη σημερινή επικοινωνιακή τακτική κάθε κόμματος. Ο ΣΥΡΙΖΑ υποστηρίζει πως εκβιάστηκε και σύρθηκε στην υπογραφή του νέου μνημονίου, αλλά θα κάνει τη διαφορά, διότι μπορεί να το εφαρμόσει καλύτερα από τους άλλους, τους παλιούς και διεφθαρμένους. Η ΝΔ τονίζει την ανακολουθία του ΣΥΡΙΖΑ, που τελικά υπέγραψε μνημόνιο και επιπλέον τον κατακεραυνώνει, ανέξοδα, για τη διενέργεια των – αναπόφευκτων εκλογών – και υπόσχεται πως μπορεί να καλύτερα την ίδια δουλειά, υποσχόμενη, πάλι ανέξοδα, αναίρεση μέρους του νέου μνημονίου (ειδικά αυτού που αφορά το παραδοσιακό εκλογικό κοινό τους). Περίπου ίδια είναι η ρητορική και του ΠΑΣΟΚ, το οποίο επίσης εστιάζει στην αλλαγή πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ και του χρεώνει τη διεξαγωγή των εκλογών. Τέλος, το ΠΟΤΑΜΙ, αφού πει όσα λένε η υπόλοιπη αντιπολίτευση, προσπαθεί επιπλέον να πείσει πως αυτό είναι το νέο και μη διεφθαρμένο.
 -----------------------------------------------------------------------------------------------------

Προβλέψεις για το εκλογικό αποτέλεσμα, σε ό,τι αφορά τη δύναμη των κομμάτων, δεν θα γίνουν από το παρόν ιστολόγιο και τη γράφουσα, διότι είναι αδιάφορη, στο μέτρο που όποιο κι αν είναι το πρώτο ή το δεύτερο κόμμα, θα συνασπισθούν προς τη δημιουργία κυβερνήσεως συνεργασίας, με ή χωρίς τσόντες από άλλα κόμματα. Επίσης, δεν θα τύχουν σχολίου οι γραφικότητες περί Λεβέντη και άλλων γελοίων, που χρωστούν την ύπαρξή τους στη διαχρονική βλακεία αυτού του λαού, διότι η γράφουσα έχει χάσει του χιούμορ της.

Ευχαριστώ για την προσοχή σας.

GatheRate

Κυριακή 5 Ιουλίου 2015

Διαπιστώσεις και προβλέψεις

Μετά από αρκετό καιρό αποφάσισα να γράψω ξανά. Όχι εξαιτίας της κρισιμότητας των περιστάσεων, διότι δεν έχω τίποτα τρομερές εξυπνάδες να πω και ενδεχομένως τίποτα που δεν ξέρετε ήδη. Αποφάσισα να γράψω διότι πλέον θεωρώ πως μπορώ να έχω αποκρυσταλλωμένη άποψη για κάποια θέματα, μετά από ατελείωτες ώρες διαβάσματος.

Κατόπιν αυτού, ιδού η αποκρυσταλλωμένη άποψη μου.

Πώς φτάσαμε εδώ που είμαστε (παραμονές δημοψηφίσματος);

Κατά την άποψή μου, ο ΣΥΡΙΖΑ επεδίωξε τους στόχους του, οι οποίοι δεν περιελάμβαναν το σκίσιμο των μνημονίων (αυτά είναι για να τα μασάνε οι αφελείς που συντάσσονται ή αντιπολιτεύονται σε αυτό το επίπεδο), αλλά τη βελτίωση των όρων τους σε επίπεδο καθημερινότητας των πολιτών, βασιζόμενος σε τρεις παραδοχές.

Πρώτον, ο ΣΥΡΙΖΑ υπολόγιζε ότι οι αγορές θα χορέψουν το χορό του φόβου, όταν το ενδεχόμενο Grexit άρχιζε να φαντάζει περισσότερο πιθανό. Και, όπως θα δούμε παρακάτω, όταν δοκιμάστηκε αυτό το χαρτί, οι αγορές δεν χόρεψαν, τουλάχιστον όχι στο βαθμό που θα λειτουργούσε ως deal changer, προφανώς διότι πλέον είναι άπαντες περισσότερο προετοιμασμένοι για το σενάριο αυτό. Όπως προετοιμασμένοι είναι και οι εταίροι μας, οπότε ούτε αυτοί χόρεψαν αναλόγως. Δεν είναι όμως πως δεν ανησυχούν για αυτό το σενάριο, είναι πως προετοιμάστηκαν μεν, αλλά ποτέ κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος για τα αποτελέσματα με ασκήσεις επί χάρτου, ιδίως όταν υπάρχουν ακόμη φωνές που δεν μπορείς να παραβλέψεις και υποστηρίζουν το αντίθετο. Η ανάλυση των λόγων σχετικά με το γιατί δεν χόρεψε κάθε επιμέρους παίκτης εκφεύγει των ορίων του παρόντος και μένει να φανεί εάν στο μέλλον θα στρωθώ να αναλύσω την άποψη μου και επ’ αυτών. Επί του παρόντος, κρατάμε το δεδομένο ότι χοροί και πανηγύρια δεν ξεκίνησαν, μετά την προκήρυξη του δημοψηφίσματος και συνεπώς διαψεύστηκε η πρώτη παραδοχή. 

(Παρένθεση : Η καλοπροαίρετη αντιμετώπιση αυτής της παραδοχής υπαγορεύει να θεωρήσουμε ότι η πιθανότητα να χορέψουν οι αγορές ή/και οι εταίροι μας ήταν 50 – 50, οπότε απλώς δεν έκατσε η ζαριά. Η κακοπροαίρετη αντιμετώπιση αντίθετα υπαγορεύει να θεωρηθεί ως μνημειώδης βλακεία. Η αλήθεια για μένα είναι στη μέση. Όταν ακούγονταν και ακούγονται ακόμη – και μετά το πρώτο crash test της 29ης Ιουνίου – φωνές που ισχυρίζονται ότι τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά σε περίπτωση Grexit, δυσκολεύομαι να αποδεχτώ είτε την καλοπροαίρετη, είτε την κακοπροαίρετη αντιμετώπιση, ως τις μόνες δύο πιθανές εξηγήσεις του γιατί υιοθετήθηκε η παραδοχή αυτή. Επίσης, στο σημείο όμως αυτό, θα πρέπει να αναφέρω ότι, μετά από δύο μνημόνια και ένα μεσοπρόθεσμο, το ρίσκο της μετάδοσης αναπόφευκτα θα είναι μικρότερο από αυτό που υπήρχε το 2010, οπότε δεν μπορώ παρά να αναρωτιέμαι πόσο σοβαρά και κυρίως αποτελεσματικά διαπραγματευτήκαμε τότε, που άπαντες ήταν απροετοίμαστοι.)

Δεύτερον, ο ΣΥΡΙΖΑ υπολόγιζε ότι υπάρχει ή είμαστε κοντά στην επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος, ώστε να είμαστε σε θέση να πληρώνουμε στο εσωτερικό και να απειλούμε στο εξωτερικό ότι θα πιστολιάσουμε χρέος και τόκους. Αποδεικνύεται εν τέλει και εκ του αποτελέσματος ότι ουδέποτε εσωτερικά ήμαστε ή είμαστε σε θέση να καλύψουμε τα έξοδα μας, διότι άλλως δεν θα υπήρχε ανάγκη να τρέχουμε πίσω από επιμήκυνση της υπάρχουσας συμφωνίας, ή την επίτευξη ενδιάμεσης ή νέας συμφωνίας. 

Εάν σωστά ή λάθος, ο ΣΥΡΙΖΑ στηρίχθηκε σε αυτή τη παραδοχή, νομίζω πως δεν θα είμαστε ποτέ σε θέση να απαντήσουμε ανενδοίαστα και οριστικά, δεδομένου ότι για αρκετό καιρό ακούγαμε για την επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος, αλλά κανείς δεν μπορούσε να είναι σίγουρος ότι αυτό υπήρχε ή ήταν δημιουργική λογιστική.

Τρίτον, ο ΣΥΡΙΖΑ θεώρησε ότι θα μπορούσε να επιτύχει πολιτικές συμμαχίες εντός ευρωζώνης με χώρες που δεν θα ήθελαν να βρεθούν στη θέση της Ελλάδας, μεταξύ των πολλών υποψηφίων που υπάρχουν. Κατ’ αρχήν, μπορεί να ειπωθεί ότι αυτή είναι η μόνη παραδοχή που φαίνεται πειστικότερη, αλλά θα έπρεπε να έχει υπολογισθεί πως μεταξύ του συμφέροντος μιας χώρας και των επιλογών της ηγεσίας της, μεσολαβεί το συμφέρον του πολιτικού συστήματος της. Όσο λοιπόν λογική φαντάζει η στοίχιση της Πορτογαλίας, της Ισπανίας, αλλά ακόμη και της Ιταλίας και της Γαλλίας, πίσω από την Ελλάδα και η άσκηση πίεσης υπέρ του τερματισμού των ανερμάτιστων πολιτικών λιτότητας, τόσο ουτοπική (;) φαντάζει η έμμεση, με τον τρόπο αυτό, παραδοχή από τα πολιτικά συστήματα των χωρών αυτών ότι δεν έκαναν όλα όσα μπορούσαν να κάνουν για να γλιτώσουν τους λαούς τους από τις επιπτώσεις των πολιτικών που επέλεξαν, ή ακόμη και τους επιβλήθηκαν, αλλά αποδέχθηκαν να εφαρμόσουν. 

Σε όλα αυτά, ας προσθέσουμε πως, κατά τη γνώμη μου, η συμφωνία της 20ης Φεβρουαρίου 2015, αποδείχθηκε ένας διαπραγματευτικός ελιγμός εκ μέρους των εταίρων και των δανειστών μας, ώστε ο χρόνος να μετρά αντίστροφα και εις βάρος μας. Ενόσω οι περισσότεροι, μεταξύ αυτών και η κυβέρνηση, νόμιζαν ότι διαπραγματευόμαστε, αυτό που πραγματικά συνέβαινε ήταν ότι εξαντλούνταν και τα τελευταία ταμειακά αποθέματα που διαθέτουμε ως χώρα για τη πληρωμή των δανειακών υποχρεώσεων μας. Η απώλεια αυτών τα ταμειακών διαθεσίμων λειτούργησε, όπως φαίνεται, και υπέρ της διάψευσης της δεύτερης επιλογής, περί πρωτογενούς πλεονάσματος. Ακόμη τελικά κι αν υπήρχε τέτοιο, όταν δώσαμε και τα τελευταία μετρητά μας, για την εξόφληση δανειακών υποχρεώσεων μας, τότε περίπου βάλαμε τα χεράκια μας και βγάλαμε τα ματάκια μας. 

(μια καλή ανάλυση για το θέμα της συμφωνίας της 20ης Φεβρουαρίου, μπορείτε να βρείτε εδώ, παρότι το άρθρο αφορά το δημοψήφισμα)

(Βέβαια, ούτε μπορώ να φανταστώ τι θα γινόταν, κυρίως στο εσωτερικό μέτωπο της χώρας, εάν είχαμε βγει να αρνηθούμε π.χ. τη πληρωμή της δόσης του Απριλίου ή του Μαΐου προς ΔΝΤ.)

Έτσι, όταν ήγγικεν η λήξη της παράτασης, βρεθήκαμε μπροστά στο take it or leave it και στη προθεσμία των 48 ωρών, και η κυβέρνηση με την πλάτη στον τοίχο διαπραγματευτικά. Ή θα αποδεχόταν μια πολύ κακή συμφωνία (χειρότερη από την ήδη κακή που είχε αναγκαστεί να προτείνει) ή θα βουτούσε στο κενό, ή όπως γενικότερα διατυπώνεται στα αχαρτογράφητα νερά.

Last but not least, ας καταγραφεί πως η απόφαση της ΕΚΤ, την 28η Ιουνίου, να συνεχίσει την παροχή ρευστότητας προς το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, μέχρι τη λήξη του προγράμματος (30 Ιουνίου) και στα ίδια επίπεδα με αυτά της 26ης Ιουνίου και ενώ στο μεταξύ έχουν πέσει όλοι οι Έλληνες με τα μούτρα στα ΑΤΜ να σηκώνουν χρήματα, ούτε τυπικά σωστή, ούτε ουδέτερη μπορεί να χαρακτηριστεί. Τυπικά σωστή δεν είναι διότι, σύμφωνα με το καταστατικό της, η ΕΚΤ είναι υπεύθυνη για τη σταθερότητα του νομίσματος και του τραπεζικού συστήματος στη ζώνη του ευρώ και, έχοντας υπόψη ότι οι τράπεζες ενός μέλους τίθενται εν κινδύνω, θα έπρεπε να φροντίσει να αποσοβηθεί ο κίνδυνος αυτός (το μέγεθος του οποίου δεν γνώριζε ακόμη, διότι οι αγορές ήταν κλειστές και δεν είχαν δώσει σημεία αντίδρασης ακόμη). Ούτε ουδέτερη όμως  μπορεί να θεωρηθεί διότι είναι προφανές ότι η αναπόφευκτη, μετά από αυτή την απόφασή της, επιβολή περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων, θα στρίμωχνε περαιτέρω την ελληνική κυβέρνηση, η οποία προσπαθούσε να ξεστριμωχθεί.

(επί του πιεστηρίου : επικριτικό άρθρο ως προς τη στάση της ΕΚΤ στην ελληνική κρίση)

Καλό θα ήταν όμως να διευκρινιστεί ότι οι αστοχίες που διαπιστώνονται παραπάνω, ουδόλως σημαίνουν πως οι εταίροι και δανειστές μας είναι άμοιροι ευθυνών (δείτε εδώ ένα άρθρο για το πώς τα εμπορικά πλεονάσματα της Γερμανίας υπονομεύουν τη σταθερότητα του ευρώ) ή δεν έπραξαν ό,τι ήταν δυνατόν για να υπονομεύσουν τη διαδικασία της διαπραγμάτευσης, ακόμη και παριστάνοντας ότι διαπραγματεύονται . Ως προς δε την άδοξη και αδιέξοδη κατάληξη των διαπραγματεύσεων, αξίζει να παρακολουθήσετε το βίντεο γερμανικού καναλιού που θα βρείτε εδώ.

Γιατί προκηρύχθηκε το δημοψήφισμα;

Όπως υπονοήθηκε και παραπάνω, η προκήρυξη του δημοψηφίσματος, κατά ένα μέρος, έγινε προκειμένου να ξεφύγει η κυβέρνηση από το αδιέξοδο των διαπραγματεύσεων, διότι πλέον ήταν προφανές ότι δεν υπήρχε περίπτωση να πετύχει κάτι από όσα ήλπιζε, αλλά από την άλλη δεν μπορούσε να αποδεχθεί και όσα της ζητούσαν, στο μέτρο που, ακόμη κι αν τα δεχόταν, είναι μάλλον αμφίβολο ότι θα μπορούσαν να ψηφιστούν από τη Βουλή. Και για να πάψουμε να κοροϊδευόμαστε, η καταψήφισή τους δεν θα οφειλόταν μόνο στο γεγονός ότι η αριστερή πλατφόρμα ή / και οι ΑΝΕΛ θα διαφοροποιούνταν. Ούτε η αντιπολίτευση (μείζονα ή ελάσσονα) θα τα ψήφιζε, παρά τις κραυγές για την επίτευξη συμφωνίας, διότι θα έβλεπε ότι αυτή είναι η καλύτερη ευκαιρία να ρίξει την κυβέρνηση (προς επίρρωση αυτού του ισχυρισμού, βλέπε δηλώσεις Σαμαρά περί απώλειας δεδηλωμένης). Είχε ήδη, δε, διατυπωθεί η άποψη ότι η ανελαστικότητα των δανειστών μπορεί, έστω εν μέρει, να οφειλόταν στην πρόθεσή τους να εξωθήσουν την πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα.

Το δημοψήφισμα ήταν εν μέρει διαπραγματευτικός ελιγμός και για έναν ακόμη λόγο. Μέχρι την προκήρυξή του, η κυβέρνηση είχε ήδη γίνει μάρτυρας της διάψευσης της δεύτερης και τρίτης από τις παραδοχές, στις οποίες βασιζόταν. Με την προκήρυξη του δημοψηφίσματος, προσπάθησε να τεστάρει και τη πρώτη, ρίχνοντας νερό στο μύλο του speculation, ελπίζοντας ότι τυχόν βουτιά στους χρηματιστηριακούς δείκτες και αύξηση των επιτοκίων των κρατικών ομολόγων, τουλάχιστον των υπολοίπων υποψήφιων θυμάτων (π.χ. Πορτογαλία, Ισπανία ή ακόμη και Ιταλία), θα πίεζε τους εταίρους να κάτσουν στο τραπέζι, αυτή τη φορά με το χρόνο να μετρά σε βάρος τους και με ενισχυμένη τη δική μας διαπραγματευτική δύναμη. Αν το σενάριο λειτουργούσε, η ανάκληση του δημοψηφίσματος, έστω και τελευταία στιγμή, ήταν πάντα δυνατή, αλλά δυστυχώς το σενάριο δε λειτούργησε.

(επίσης βλέπε εδώ και τα σχετικά με τις κατευθυντήριες γραμμές του Συμβουλίου της Ευρώπης για τη διεξαγωγή του παρόντος)

Στο σημείο αυτό, σας παραπέμπω σε παλαιότερη ανάρτησή μου, για ένα άλλο δημοψήφισμα (hint, ΓΑΠ), στην οποία θεωρώ πως δεν χρειάζεται να αλλάξω λέξη για να επικαιροποιηθεί. (*)
Με την εμπειρία όμως των μετέπειτα γεγονότων, τρία χρόνια αργότερα κατάλαβα πως είχα κάνει λάθος να μη θέλω τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος τότε και για το λόγο αυτό, στην παρούσα συγκυρία, επέλεξα να σιωπήσω. 

Το ενδιαφέρον σκέλος του δημοψηφίσματος, το οποίο όμως νομίζω ότι δεν είχε κατά νου η κυβέρνηση όταν το προκήρυσσε, είναι το γεγονός ότι μετά την προκήρυξή του, η Ελλάδα εμφανίστηκε να ζητάει χρόνο για να αποφασίσει ο λαός της, γεγονός το οποίο στην Ευρώπη και στους λαούς της (και όχι μόνο αυτούς) δεν ακούστηκε κακό, στο μέτρο που αυτοί πραγματικά εμφορούνται από τις ιδέες της δημοκρατίας, ακόμη και όταν χωλαίνουν. Κάπως έτσι, οι μετέπειτα κινήσεις των αξιωματούχων της ΕΕ, που προσπάθησαν να αποτρέψουν τη διεξαγωγή του, ή έστω να επηρεάσουν το αποτέλεσμά του (εδώ, εδώ), φαίνονται να έχουν δυσαρεστήσει τους ευρωπαίους πολίτες και κυρίως να τους έχουν προβληματίσει σχετικά με τη νομιμότητα και το έρεισμα βάσει του οποίου έχει παρασχεθεί τόση εξουσία σε αυτούς – τους μη εκλεγμένους – αξιωματούχους (ενδεικτικά εδώ) . Ίσως τελικά, να μην έχει χαθεί κάθε ελπίδα για την Ευρώπη που πολλοί οραματίζονται, μεταξύ των οποίων και η γράφουσα.

Τι γίνεται τώρα;

Disclaimer : Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές (Σάββατο 4 Ιουλίου), το δημοψήφισμα δεν έχει διεξαχθεί ακόμη και συνεπώς δεν γνωρίζω το αποτέλεσμά του. Έχω ήδη αποφασίσει τι θα ψηφίσω, μετά από σκέψη και μελέτη. Δεν κοινοποιώ την πρόθεση ψήφου μου, διότι είναι σύνηθες φαινόμενο οι προσωπικές απόψεις και επιλογές να χρησιμοποιούνται αντί επιχειρημάτων σε αντιπαραθέσεις και διαφωνίες. Είμαι σχεδόν πεπεισμένη ότι εάν δήλωνα ότι θα ψηφίσω όχι, όλα όσα έχω γράψει παραπάνω θα θεωρούνταν, από αυτούς που επίσης θα ψηφίσουν όχι, καλοπροαίρετη, αλλά άκαιρη, κριτική, ενώ από όσους θα ψηφίσουν ναι, ως biased, με τους ρόλους να αντιστρέφονται, εάν δήλωνα πως θα ψηφίσω ναι. Για τον ίδιο λόγο δε, το παρόν δεν θα δημοσιευθεί παρά λίγο πριν κλείσουν οι κάλπες, διότι επιπλέον δεν θα μου άρεσε να χρησιμοποιηθεί προς επηρεασμό.
(Πριν γράψω αυτή την ανάρτηση, προβληματίστηκα πολύ με αυτό το άρθρο, ελπίζω πως θα προβληματίσει εξίσου και εσάς)

Τούτων λεχθέντων, ας περάσουμε στο τι γίνεται μετά το δημοψήφισμα.

Κατά τη γνώμη μου, ούτε τη Δευτέρα, ούτε την Τρίτη και ίσως ούτε για κάποιες αρκετές μέρες μετά, δεν θα ανοίξουν οι τράπεζες, και αυτό ανεξάρτητα από την έκβαση του δημοψηφίσματος. Οι εταίροι και δανειστές μας θα φροντίσουν να διευθετήσουν οριστικά το θέμα της Ελλάδας, πριν ανοίξουν – αν ανοίξουν ξανά – τη κάνουλα της ρευστότητας προς τις τράπεζες και να επιτρέψουν έτσι στην – όποια – κυβέρνηση να κυβερνήσει. Για το λόγο αυτό, συμφωνία θα υπάρξει, σε καμία όμως περίπτωση καλή και αμοιβαία επωφελής, και αυτό ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος.  Δεν μπορώ να σκεφτώ ούτε έναν λόγο για τον οποίο οι εταίροι και δανειστές μας θα έκαναν οποιαδήποτε παραχώρηση, από όσες δεν έχουν κάνει μέχρι σήμερα, όταν πλέον θα είναι οι μοναδικοί κυρίαρχοι του παιχνιδιού.

Οι όψιμεςανοικτές πλέον – πιέσεις των ΗΠΑ για την επίτευξη συμφωνίας (βλέπε και για το ΔΝΤ εδώ) θεωρώ πως δεν θα μπορέσουν να σπρώξουν προς λύση που θα έχει το παραμικρό θετικό για τη χώρα μας, διότι, πρώτον, ήταν, παραμένουν και θα παραμείνουν έμμεσες και δεύτερον, παρά το γεωπολιτικό ενδιαφέρον των ΗΠΑ στην περιοχή μας, δεν μπορούν να σπρώξουν τα χρήματα που απαιτούνται για να πάρουν τις αποφάσεις που θέλουν από την ΕΕ.

Ομολογώ όμως ότι με προβληματίζει η τιμωρητική διάθεση που επιδεικνύουν οι εταίροι και δανειστές μας, χωρίς φυσικά ο προβληματισμός αυτός να συνηγορεί υπέρ οποιασδήποτε θετικής έκβασης για τη χώρα. Εφόσον πλέον συζητείται ανοικτά ότι λειτουργούμε ως παράδειγμα για οποιαδήποτε άλλη χώρα της ευρωζώνης αποφασίσει να αμφισβητήσει τις πολιτικές λιτότητας και έχει βγει φόρα παρτίδα ότι ο Σόιμπλε θα ήθελε τη προβληματική Ελλάδα εκτός ευρωζώνης (παρά την υπάρχουσα (;) διαφωνία επ’ αυτού με τη Μέρκελ), οι σκέψεις που διατυπώνονται για IOUs ή για παράλληλο νόμισμα, και μάλιστα από διόλου τυχαίους αξιωματούχους της ΕΕ (εδώ και εδώ), με κάνουν να σκέφτομαι ότι ίσως τελικά οι εταίροι μάς εξαναγκάσουν σε αποχώρηση από την ευρωζώνη, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, εάν θεωρήσουν ότι το κόστος αυτής της εξόδου είναι μικρότερο από το όφελος του παραδείγματος που θα δημιουργήσουν.

Επίσης, για μένα είναι προφανές ότι η αντιπολίτευση, όποιο κι αν είναι το αποτέλεσμα, θα προσπαθήσει να ρίξει την κυβέρνηση. Η παρουσία της άλλωστε, σύσσωμη, στις Βρυξέλλες, πριν καταρρεύσουν οι διαπραγματεύσεις, δείχνει ότι κατέθεσε τα διαπιστευτήρια της για την ύπαρξη εναλλακτικής πρότασης εξουσίας. Για τον Σαμαρά, αυτή είναι η δεύτερη φορά (βλ. για την πρώτη φορά, το Νοέμβριο 2011, πριν από τη δημιουργία της κυβέρνησης Παπαδήμου), για τη Φώφη και το Σταύρο είναι το βάπτισμα του πυρός. Έχοντας ως δεδομένο πως άμεση, ορατή και κυρίως ωφέλιμη λύση, στο πρόβλημά μας, που δεν είναι άλλο από την οικονομική εξάρτησή μας, δεν υπάρχει ούτε στην περίπτωση επικράτησης του ναι, ούτε στην περίπτωση επικράτησης του όχι, και με τα πάντα στον αέρα, δεν θα είναι δύσκολη δουλειά για την αντιπολίτευση να αναλάβει την εξουσία, έστω κι αν απαιτηθούν προς τούτο εκλογές (τις οποίες τόσο πολύ ήθελε να αποφύγει πριν από έξι μήνες, αλλά δεν θα διστάσει να κάνει δεύτερες στο ίδιο χρονικό διάστημα, εάν προβλέπεται, με τον τρόπο αυτό, αλλαγή φρουράς στην εξουσία). Επιπλέον, δεδομένης της διαφαινόμενης επιθυμίας των εταίρων μας να αλλάξει η κυβέρνηση, η αντιπολίτευση θα έχει την υποστήριξή τους, το οποίο, όσο κι αν αντιστρατεύεται τις δημοκρατικές ευαισθησίες μας, είναι σημαντικό (αν και κατά τη γνώμη μου, για τους περισσότερους δεν είναι καν ενοχλητικό, εάν με τον τρόπο αυτό, φύγουν οι σημερινοί, για να έρθουν αυτοί που προτιμούν). Συνεπώς, η κυβέρνηση θα πέσει, με ή χωρίς εκλογές, σχετικά σύντομα μετά το δημοψήφισμα και δε διαβλέπω σχηματισμό κυβέρνησης εθνικής προσπάθειας / συμφιλίωσης  ή όπως αλλιώς μπορεί να λέγεται, άρα θα πάμε σε εκλογές.

Καμία ελπίδα λοιπόν δε διατηρώ για όσα πρόκειται να γίνουν από εδώ και πέρα. Η τυχαιότητα μόνο θα μπορούσε να αλλάξει κάτι, οπότε, μόνο σε περίπτωση μιας απροσδόκητης και αδιανόητης καραμπόλας πιστεύω πως θα μπορούσαμε να ξεφύγουμε από τα παραπάνω σενάρια.

(Σε σχετική με την επαύριον του δημοψηφίσματος κλειστή συζήτηση στο ΦουΜπου, είπα ότι σήμερα ζούμε αυτό που δεν ζήσαμε το 2011, όταν ο Βενιζέλος πρόλαβε να ανατρέψει τον ΓΑΠ, πριν ο τελευταίος κάνει το δημοψήφισμα.)

Αυτάαααα και καλή μας τύχη.

ΥΓ : παρότι το δημοψήφισμα είναι ήδη πλέον ιστορία, σας προτρέπω να διαβάσετε μια ανάλυση της μορφολογίας της ψήφου και των επιλογών των κομμάτων, εδώ.


(*) Note to self : παλαιότερα έγραφα σοβαρά πράγματα για σοβαρά θέματα, με περισσότερο όμως χιούμορ. Ρε μπας και ισχύει ότι έχω γίνει ξυνή;

Update 1 : Microκαραμπόλα Νο 1 : Πριν τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος, δεν είχα καταλήξει στο ποιά απάντηση θα κυριαρχούσε, θεωρούσα όμως πολύ πιθανό πως η διαφορά μεταξύ των δύο δεν θα ήταν μεγαλύτερη από 3 έως 5 μονάδες. Εξαιτίας της μικρής διαφοράς δε, θεωρούσα ότι η σταθερότητα της κυβέρνησης ήταν υπό αίρεση. Τα αποτελέσματα όμως του δημοψηφίσματος και η απροσδόκητη διαφορά του ΟΧΙ από το το ΝΑΙ, εξάλειψαν κάθε περιθώριο "αμφισβήτησης" της κυβέρνησης. Μετά δε τη σύγκληση του συμβουλίου των πολιτικών αρχηγών και το κοινό ανακοινωθέν που εξεδόθη,  η προβλεψη περί πτώσης της κυβέρνησης που είχα κάνει, έχει ήδη διαψευσθεί.

Update 2 : Εδώ μια συνέντευξη του Βαρουφάκη, η οποία επιβεβαιώνει πολλά σημεία της παρούσας ανάρτησης.
                                                                                           

GatheRate

Δευτέρα 9 Φεβρουαρίου 2015

Συγκέντρωση στοιχείων

Σήμερα πλέον πολλά στοιχεία είναι διαθέσιμα, τα οποία μπορούν να βοηθήσουν στην κατανόηση του τι ακριβώς έγινε με αυτό που ονομάζεται "ελληνική κρίση". Ξεκίνησα λοιπόν να τα συλλέγω, δυστυχώς όχι από την αρχή, όταν άρχισα να αντιλαμβάνομαι κάποιες αναντιστοιχίες μεταξύ της αφήγησης σε real time και της αφήγησης σε μεταγενέστερο χρόνο. Τα καταγράφω λοιπόν εδώ και ζητώ τη βοήθεια σας για να τα συμπληρώσω και να τα εμπλουτίσω με περισσότερα στοιχεία. Σας παρακαλώ λοιπόν, όσοι έχετε καταγεγραμμένα στοιχεία σχετικά με γεγονότα της περιόδου 2010 μέχρι σήμερα, ενημερώστε σχετικά στα σχόλια της παρούσας και, ει δυνατόν, υποδείξτε και σύνδεσμο τεκμηρίωσης.

-----------------------------------------------

1. Είναι πλέον ομολογημένο, ρητά και σιωπηρά, ότι η Ελλάδα δανείστηκε ιλλιγγιώδη ποσά μεταξύ των ετών 2004 έως 2009. Αναλυτικά στοιχεία εδώ. Το 2009 συγκεκριμένα, τα ποσά ξεπέρασαν κατά τι τα ποσά του 2004 και πλησίασαν (κατά μερικές δεκάδες δις) τα ποσά του 2010, που περιλαμβάνει το δάνειο του πρώτου μνημονίου.

2. Η Eurostat, ήδη από το 2004, έχει αμφιβολίες για την εκυρότητα και την αξιοπιστία των στατιστικών της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής. Μάλιστα έχει αποστείλει αντιπροσωπείες στην Αθήνα για να βελτιώσουν την αξιοπιστία των στατιστικών στοιείων. 

Τον Ιανουάριο 2010 εκδίδει αυτό το έγγραφο, σύμφωνα με το οποίο υπάρχουν σοβαρές υπόνοιες για παραποίηση των στατιστικών στοιχείων και πολιτική χειραγώγηση τους.

Το Φεβρουάριο 2010, ο τότε πρωθυπουργός Γεώργιος Α. Παπανδρέου ομολογεί ότι τα στατιστικά στοιχεία είναι παραποιημένα, με αποτέλεσμα το έλλειμα να φτάσει περίπου το 12%, από το 8% περίπου που είχε δηλωθεί. Τον Απρίλιο 2010 δε, το έλλειμα φέρεται να έχει ανέλθει ήδη στο 13,6%, ενώ η τελική αποτίμηση του από τη Eurostat το ανεβάζει στο 15,7%. Όλα τα παραπάνω αναλυτικά εδώ και με παραπομπές.

3. Κάπως έτσι, οι λεγόμενες αγορές αρχίζουν να έχουν αμφιβολίες για το αξιόχρεο της Ελλάδας, με αποτέλεσμα να εκτοξευθούν τα επιτόκια δανεισμού και να καταστεί αδύνατο η Ελλάδα να δανειστεί χρήματα από αυτές. Φτάνουμε λοιπόν στον Απρίλιο 2010, οπότε ο τότε πρωθυπουργός, στις 23.04.2010 από το Καστελόριζο, ανακοινώνει την ένταξη της Ελλάδας σε ένα μηχανισμό "σωτηρίας", ήτοι δανειοδότησης, που απαρτίζεται από την ΕΕ, την ΕΚΤ και το ΔΝΤ, ή αλλιώς πρώτο Μνημόνιο (εδώ), το οποίο ουσιαστικά αποτελείται από μια δανειακή σύμβαση και μια συμφωνία λήψης μέτρων.

4. Το 2010, οι δανειστές της Ελλάδας, ήτοι αυτοί που είχαν αγοράσει ομόλογα του ελληνικού κράτος, δανείζοντας δηλαδή λεφτά στο κράτος, ήταν, κατά πλειονότητα, τράπεζες και μάλιστα ευρωπαϊκές. Εδώ μια πρόχειρη σχηματική ανάλυση (αν θέλετε ακολουθείστε τις παραπομπές, για αναλυτικότερες πληροφορίες) και εδώ σχετικό δημοσίευμα, το οποίο επικαλείται στοιχεία της Bank for International Settlements. 

Μέχρι το καλοκαίρι του 2011, η εικόνα αυτή έχει αλλάξει, εδώ και εδώ για τις αλλαγές.

5. Το Οκτώβριο 2011 συμφωνείται και το Φεβρουάριο, Μάρτιο 2012, ολοκληρώνεται το PSI, το οποίο ουσιαστικά συνίσταται στη χρονική μετακύλιση του χρέους που διακρατούν ιδιώτες δανειστές, με παράλληλη μείωση της ονομαστικής αξίας του. Με απλά λόγια, προτάθηκε στους ιδιώτες δανειστές να ανταλλάξουν τα ομόλογα που διακρατούσαν με άλλα που θα έληγαν μεταγενέστερα, αποδεχόμενοι μείωση της ονομαστικής αξίας τους περί το 50%. 

Το περίεργο του PSI είναι ο διαφημιζόμενος προαιρετικός χαρακτήρας της συμμετοχής των ιδιωτών, που καθίσταται όμως υποχρεωτικός εάν επιτευχθεί συγκεκριμένο ποσοστό συμμετοχής. Τα τελικά αποτελέσμα του PSI και το ποσοστό συμμετοχής αναλυτικά εδώ.

Μεταξύ των ιδιωτών δανειστών που διακρατούσαν ομόλογα, ήταν τα ασφαλιστικά ταμεία της χώρας, με τα σχετικά ποσά να αφορούν στα αποθεματικά, τα οποία αναγκαστικά, ήτοι εκ του νόμου, τοποθετούνται στην ΤτΕ, η οποία ως διαχειριστικό όργανο τα τοποθετεί σε ομόλογα του ελληνικού δημοσίου. Τα ομόλογα που είχαν αποκτηθεί με τα αποθεματικά των ασφαλιστικών ταμείων συμμετείχαν στο PSI, με αντίστοιχη απώλεια για κάθε ασφαλιστικό ταμείο, λόγω της μείωσης της ονομαστικής αξίας τους (εδώ και εδώ πληροφορίες).

6. Τον Ιούλιο 2011, έρχεται το δεύτερο Μνημόνιο (εδώ).

Η εξέλιξη του χρέους σε σχέση με το ΑΕΠ, από το 2006 μέχρι το 2014, εδώ

7. Τα χρήματα που έλαβε η Ελλάδα, από τις δανειακές συμβάσεις του πρώτου και δεύτερου Μνημονίου, διοχετεύθηκαν ως εξής (πληροφορίες από εδώ) :

Δείτε αυτό και αυτό.


GatheRate