Τελικά δεν υπάρχει ένας κόσμος. Δεν υπάρχουν καν δύο. Υπάρχουν άπειροι. Τόσοι, όσοι και οι άνθρωποι. Απλά, καμία φορά, κάποιος κόσμος διαστραυρώνεται με κάποιον άλλον. Επικαλύπτει και επικαλύπτεται. Και κάπου εκεί είναι το σημείο επαφής μας.
Πέμπτη απόγευμα, στη διασταύρωση Ακαδημίας και Σίνα. Κρύβομαι σε μια χαραμάδα του χρόνου και του χώρου και κοιτώ τους κόσμους που παρελαύνουν μπροστά μου.
Μια κοπέλα κάθεται στο πρεβάζι της Σχολής. Κρατάει το κεφάλι της ανάμεσα στα χέρια της. Σκέφτομαι ότι μπορεί να μην νιώθει καλά. Σηκώνει το κεφάλι της και βλέπω ότι είναι δακρυσμένη. Δεν κλαίει, αλλά τα μάτια της είναι υγρά και κόκκινα. Τα συναισθήματα της φανερώνονται. Δεν είναι δύσκολο να τα αναγνωρίσω, κάποτε τα ένιωθα και εγώ. Είναι εκείνα τα συναισθήματα ανάμεικτης λύπης, απογοήτευσης και του "φτου, πάλι από την αρχή", που δεν σε ματώνουν, απλά σε τσούζουν. Είμαι σχεδόν σίγουρη ότι η κοπέλα μόλις ανακάλυψε ότι έχει κοπεί σε κάποιο μάθημα στη σχολή της. Ζηλεύω. Αναπολώ την εποχή που η μεγαλύτερη απογοήτευση μου ήταν ότι κόπηκα/δεν πήρα καλό βαθμό σε κάποιο μάθημα. Ξέρω ότι δεν θα ήταν μεγάλη παρηγοριά για εκείνη να της πω ότι κάποτε θα θυμάται με νοσταλγία αυτό που νιώθει τώρα.
Λίγα μέτρα πιο κάτω, ένας άνδρας ψάχνει στα σκουπίδια. Στον κάδο των σκουπιδιών, όχι της ανακύκλωσης. Ψάχνει με μια μεθοδικότητα που θα τη ζήλευε και ο πιο οργανωμένος και οργανωτικός βιβλιοθηκάριος. Αναρψωτιέμαι αν ψάχνει να βρει κάτι χρήσιμο ή κάτι να φάει, αν και νομίζω ότι είναι το πρώτο. Βρίσκει κάτι, σε μέγεθος μεγάλου τετραδίου, που κάποτε είχε χρώμα άσπρο και είναι σκληρό. Κάποιο κομμάτι πλαστικό;
Ξαφνικά, μπροστά μου στέκεται ένας νεαρός. Μόλις είχε διασχίσει την Ακαδημίας, μιλώντας στο κινητό του. Μάλλον, η συζήτηση έχει φτάσει σε εκείνο το σημείο που το μυαλό παρατά όλες τις άλλες δραστηριότητες και επικεντρώνεται σε αυτήν. "Σίγουρα, αν ζοριστώ λιγάκι, τα χρήματα θα τα βρώ. Δεν θέλω όμως να τα πληρώσω. Είναι άδικο και είναι και παράνομο". Ακούει με προσοχή την απάντηση που έρχεται μέσω του κινητού του. "Το ξέρω. Δεν θέλω όμως. Ξέρω ότι δεν είναι καιρός για μπελάδες." Το ακουστικό του κινητού τού μεταφέρει πάλι ένα πολύτιμο μήνυμα, το οποίο καταγράφει στο μυαλό του με ιδιαίτερη φροντίδα. "Εντάξει, θα πληρώσω αύριο το πρωί. Έχεις δίκιο, δεν είμαστε για τέτοια τώρα. Δεν θέλω τρεχάμτα. Άλλωστε, τι μπορεί να αλλάξει;". Το μυαλό του χαλαρώνει και αρχίζει να ασχολείται με όσα είχε αφήσει στη μέση. Τα πόδια του παίρνουν πάλι μπρος και ανηφορίζουν σιγά τη Σίνα.
Χτυπάει το κινητό μου. Αναγκάζομαι να βγω από τη χαραμάδα μου. Μιλάω και περπατάω. Όταν έχω διασχίσει την Ακαδημίας, περνάω μπροστά από μια κοπέλα, που μοιάζει σαν να κρύφτηκε σε μια χαραμάδα και με κοιτάει. Τώρα είμαι εγώ ένας κόσμος που προσπαθεί να κρυφοκοιτάξει.