Το επιχείρημα
είναι απλό και μοιάζει αναμφισβήτητο : το χρήμα δεν είναι άπειρο. Είναι όμως και
έωλο, διότι, από τη στιγμή που το χρήμα αποσυνδέθηκε από κάποιο υλικό αγαθό
(μετά την κατάργηση του κανόνα του χρυσού) και βασίζεται πλέον στην πίστη,
μπορεί να είναι άπειρο.
Όταν, μετά
την κατάρρευση της Lehman Brothers και το ξέσπασμα της πρόσφατης οικονομικής
κρίσης στις ΗΠΑ, η FED τύπωσε εκατομμύρια δολάρια για
να στηρίξει τις άλλες τράπεζες, το χρήμα έγινε, και σε αυτή την περίπτωση,
άπειρο, διότι τυπωνόταν κατά βούληση και με βάση την πίστη (των άλλων) ότι έτσι
δεν επηρεάζεται η αξία του.
Εάν αύριο
τύπωνα εγώ τρισεκατομμύρια χαρτάκια, με την ένδειξη η «υπόσχεση της Εσακρίνα»
και έπειθα τον πλανήτη ότι με κάθε ένα από αυτά ο οποιοσδήποτε μπορεί να
αγοράσει μια μονάδα υλικού αγαθού, τότε όποιος είχε ένα τέτοιο χαρτάκι στην
κατοχή του θα πίστευε ότι μπορεί να αγοράσει μια μονάδα υλικού αγαθού και
όποιος πωλούσε υλικά αγαθά ότι μπορεί να πωλήσει μια μονάδα ενός υλικού αγαθού
από αυτά που πουλάει, λαμβάνοντας ως αντάλλαγμα την «υπόσχεση της Εσκαρίνα», με
την οποία, εν συνεχεία, θα αγόραζε αυτός με τη σειρά του μια μονάδα άλλου
υλικού αγαθού, από αυτά που δεν πουλάει, αλλά χρειάζεται ή επιθυμεί.
Τι θα
γινόταν όμως, εάν οι «υποσχέσεις της Εσκαρίνα» μοιράζονταν σε όλον τον πλανήτη
και σε όλους τους ανθρώπους, με αποτέλεσμα όλοι να μπορούν να αγοράσουν μια
μονάδα οποιουδήποτε υλικού αγαθού; Εκτός από την κατάρρευση της (αυτ)απάτης ότι
το χρήμα δεν είναι άπειρο, θα είχαμε και την αποκάλυψη του πραγματικού
προβλήματος, του προβλήματος πως τα υλικά αγαθά δεν είναι άπειρα.
Σε έναν πλανήτη
με πεπερασμένους πόρους και άρα πεπερασμένη ποσότητα πρώτων υλών, τα υλικά
αγαθά που παράγονται από ή με βάση αυτές δεν είναι άπειρα.
Η πεπερασμένη
ποσότητα όμως των πόρων και των πρώτων υλών δε συνεπάγεται αναπόδραστα πως τα
παραγόμενα υλικά αγαθά δεν επαρκούν για να ζήσουν όλοι οι άνθρωποι του πλανήτη
χωρίς να στερούνται βασικών αγαθών. Συνεπάγεται όμως ότι όλοι οι άνθρωποι δεν
μπορούν να καταναλώνουν με τον ρυθμό και την ένταση που επικρατεί στο λεγόμενο
προηγμένο, ή πρώτο κόσμο.
Η (αυτ)απάτη
ότι το χρήμα είναι πεπερασμένο (ήτοι η τεχνητή και ελεγχόμενη έλλειψη του
χρήματος) και η εξ αυτής επιβαλλόμενη ανέχεια διασφαλίζει πως κάποιοι άνθρωποι
θα μπορούν να καταναλώνουν όσο επιθυμούν και κάποιοι άλλοι θα πρέπει να ζουν
χωρίς στοιχειώδη αγαθά, ακόμη και αυτά που θα διασφάλιζαν την επιβίωσή τους. Εν
ολίγοις η ανέχεια και η φτώχεια είναι το τίμημα που πληρώνουν κάποιοι για να
μπορούν κάποιοι άλλοι να έχουν περισσότερα από όσα χρειάζονται ή ακόμη και
επιθυμούν.
Το χρήμα
είναι ένα μέσο για τη διευκόλυνση των συναλλαγών και όχι αγαθό καθ’ εαυτό. Κάποια
στιγμή αυτή η λειτουργία του χρήματος συσκοτίσθηκε και το χρήμα έγινε αγαθό και
εν συνεχεία αγαθό εμπορεύσιμο. Το χρήμα όμως δεν ενσωματώνει καμία αξία καθ’
εαυτό ως αντικείμενο, διότι το χαρτί, στο οποίο είναι συνήθως τυπωμένο, έχει
ελάχιστη έως μηδαμινή αξία, ενώ παράλληλα δεν έχει καμία χρηστική αξία ως
αντικείμενο (δεν τρώγεται και είναι πολύ μικρό για να το χρησιμοποιήσεις στην
τουαλέτα ή να φτιάξεις σαΐτα). Αναπαριστά όμως την αξία που ο κόσμος πιστεύει,
ή έχει πειστεί να πιστεύει πως αναπαριστά. Χωρίς αυτή την πίστη, το χρήμα δεν
έχει καμία αξία, όπως δεν έχουν καμία αξία, πέρα από τη συλλεκτική, τα
νομίσματα που καταργήθηκαν.
Σε αυτό το
πλαίσιο, το χρήμα μοιάζει πολύ με την οποιαδήποτε θρησκεία, η οποία υπόσχεται
πως με την πίστη αποκτάς, συνήθως, τη μετά θάνατο ζωή, αλλά τις περισσότερες
φορές χάνεις την παρούσα.