Είναι ό,τι καλύτερο έχω διαβάσει μέχρι σήμερα, στη μπλογκόσφαιρα.
Χαίρομαι που, έστω και καθυστερημένα, το βρήκα.
----------------------------------------------------------------------------------------------------------------
«Σ’ εκείνο το πρόσωπο, το κατεστραμμένο από το μίσος για τη
φιλοσοφία, είδα για πρώτη φορά την προσωπογραφία του Αντίχριστου, που δεν
κατάγεται από τη φυλή του Ιούδα, όπως θέλουν οι προάγγελοί του, ούτε από κάποια
μακρινή χώρα. Ο Αντίχριστος μπορεί να γεννηθεί από την ίδια την ευλάβεια, από
την υπερβολική αγάπη για τον Θεό ή την αλήθεια, όπως ο αιρετικός γεννιέται από
τον άγιο και ο δαιμονισμένος από τον οραματιστή. Να φοβάσαι, Άντσο, τους
προφήτες κι αυτούς που είναι πρόθυμοι να πεθάνουν για την αλήθεια, γιατί συνήθως
παρασύρουν στο θάνατο πολλούς μαζί τους, συχνά πριν από τους ίδιους, και κάποτε
αντί γι’ αυτούς.»
Ουμπέρτο Έκο, «Το Όνομα του Ρόδου» (μτφ.
Έφη Καλλιφατίδη).
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Ο «δάσκαλος», ο «σοφός», ο «ογκόλιθος», ο «βαθύς γνώστης». Είναι ελάχιστα μόνο από τα κοσμητικά επίθετα, με τα οποία εκφράζει το θαυμασμό προς το πρόσωπο του Κ. Πλεύρη ο λαός του. Ο «λαός», αυτά τα «σκατά και σύννεφα», όπως τους αντιλαμβάνεται ο ίδιος ο Πλεύρης.
Πολλοί είναι πάλι αυτοί που τον θεωρούν «ακραίο», με τραβηγμένες απόψεις. Άλλοι πάλι δεν διστάζουν να κρατήσουν αποστάσεις από τις θέσεις του.
Έχει όμως περάσει η αντίληψη ότι για πολλά μπορείς να τον κατηγορήσεις, όμως σε ένα δεν μπορείς να τον παραβγείς: στη γνώση της αρχαίας Ελλάδας. Εκεί βρίσκεται ο σκληρός πυρήνας της αίγλης του, το καμάρι των οπαδών του, και ο φόβος των θολοκουλτουριαραίων.
Αυτές τις αντιλήψεις υιοθετούσα κι εγώ για καιρό, μέχρι να ταράξει την ευσεβή τούτη πίστη μου μια παράξενη ιστορία, που θα σας διηγηθώ.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
Μετά από μέρες περιπλάνησης σε ομιχλώδη ρουμάνια, έφτασα επιτέλους στην απαγορευμένη πόλη (το όνομα της οποίας δε θα πω για ευνόητους λόγους) με την περίφημη βιβλιοθήκη της. Πέρασα το κατώφλι της γιγαντιαίων διαστάσεων θύρας της, η οποία έφερε επάνω μία επιβλητική επιγραφή, λαξεμένη σε μάρμαρο πεντελικό: «ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΟΥΝΤΑΙ ΟΙ ΤΟΥ ΗΜΕΤΕΡΟΥ DNA ΜΕΤΕΧΟΝΤΕΣ». Ο φύλακας με χαιρέτησε, με το χαιρετισμό των αντρειωμένων σε αλλοτινούς καιρούς.
Με αισθήματα ερωτικής αδημονίας και συνάμα θρησκευτικής ευλάβειας, κατέβηκα βιαστικά τα εβένινα σκαλοπάτια που οδηγούσαν στο αχανές υπόγειο. Εκεί, στο ημίφως, ανάμεσα σε εκατομμύρια τόμους, ταξινομημένους από έμπειρο χέρι βιβλιοθηκάριου ανά πακέτο προσφορών, ξεχώρισα στο βάθος, αυτοκρατορικά μοναχικό σε πολυτελές αναλόγιο, το Βιβλίο των Βιβλίων. Ένα υποβλητικό φως έπεφτε ακριβώς επάνω του από το βιτρώ παράθυρο του φεγγίτη, πολλά μέτρα ψηλά, προσδίδοντας ένα αλλόκοτο αντιφέγγισμα στα πολύτιμα στοιχεία που στόλιζαν το σκληρό του εξώφυλλο, και μεταστοιχείωναν σε ύλη υπέρτατες έννοιες: ίασπις (πατρίς), σμαράγδι (θρησκεία), και αμέθυστος (οικογένεια). Και στο κέντρο, με χρυσά γράμματα, ο τίτλος που επιβεβαίωνε ότι βρήκα αυτό που έψαχνα: « Kotso Von Pleurius, Ο Διωγμός των Αρίστων».
«Σ’ ευχαριστώ Θεέ μου!» ανέκραξα υψώνοντας τα χέρια, και ο αντίλαλος κυνηγούσε με μανία τη σιωπή σε κάθε γωνιά του υπογείου.
Άνοιξα με ιερό δέος το Βιβλίο, σαν έφηβος που είχε τη θεϊκή εύνοια να ξεγυμνώσει το αλαβάστρινο κορμί της Αφροδίτης, έτοιμος για την αγία ένωση με τη Γνώση. «Και Αδάμ έγνω Εύα τη γυναίκα αυτού», ψιθύρισα. Το τρέμουλο των χεριών μου όμως στάθηκε αιτία να ρίξω κάτω το βιβλίο, ώστε ανάμεσα στις τελευταίες σελίδες να ξεπροβάλει δειλά η άκρη ενός κιτρινισμένου φύλλου, εμφανώς ξένου ως προς τις σελίδες του βιβλίου, εμβόλιμου.
Σήκωσα το βιβλίο, ξεφύλλισα ως το συγκεκριμένο σημείο να δω τι είναι, κι εκεί εντόπισα μερικές σκόρπιες σελίδες, που προφανώς κάποιος έκρυψε εδώ ανάμεσα στις κανονικές του βιβλίου. Κιτρινισμένες, κάπως βρώμικες, τσαλακωμένες. Ωστόσο, τα επιμελώς πατημένα και στρογγυλά γράμματα πρόδιδαν όχι μόνο ψυχική ηρεμία και ίσως άνεση χρόνου, μα και κάποια αδιόρατη αποφασιστικότητα. Τα φύλλα αυτά, το περιεχόμενο των οποίων μ’ έκανε να πέσω από τα σύννεφα, βρίσκονται αυτή τη στιγμή πάνω στο γραφείο μου, για να αντιγράψω πιστά, όπως ακριβώς τα έργαψε ο φτωχός τους ανώνυμος συγγραφέας (ο θεός ας αναπαύσει την ψυχή του).
Ιδού, λοιπόν, το περιεχόμενο, αντεγραμμένο λέξη προς λέξη. Τα μόνα που πρόσθεσα εγώ είναι σε παρένθεση οι παραπομπές στις σχετικές σελίδες, τόσο από το Βιβλίο «ο Διωγμός των Αρίστων» [συντομογραφία: Δ.Α.], όσο και από τους άλλους συγγραφείς) . Για τον «Διωγμό των Αρίστων», επειδή δεν είχα δικαίωμα δανεισμού απ’ τη βιβλιοθήκη, τον βρήκα πολύ αργότερα σε ηλεκτρονική μορφή pdf, απ’ όπου και βασίστηκα στην αρίθμιση των σελίδων. Για διευκόλυνση των αναγνωστών, πήρα την πρωτοβουλία να μεταφράσω τα παραθέματα αρχαίων συγγραφέων, λίγα μόνος μου, και πολλά από άλλους μεταφραστές, το όνομα των οποίων αναφέρω. Όποιος θελήσει να ελέγξει την πιστότητα της μετάφρασης, δίνω και το σχετικό χωρίο για να ανατρέξει στο πρωτότυπο.
Αρκετά όμως με τις σχολαστικές λεπτομέρειες! Μιά γερή τζούρα καφέ, και ξεκινώ να αντιγράφω:
«Τη στιγμή που θα διαβάζεις αυτές τις γραμμένες στη φυλακή λέξεις, αγαπητέ αναγνώστη, η ψυχή μου θα έχει αποχωριστεί το δαιμονισμένο μου σώμα, κατηγορούμενος σε θάνατο, είτε με κρεμάλα για γραικυλισμό (=εσχάτη προδοσία), ή στην πυρά για εξαγνισμό από το θολό δαίμονα Culturius. Ο δικαστής και καταδικαστής μου είναι ο άσπιλος ιεροεξεταστής της μονής Δαφνίου, αφιερωμένης στον Δρομοκαΐτη τον όσιο, ο von Pleurius, τον οποίο υπηρέτησα πιστά για χρόνια ως βοηθός του.
Μάλιστα, μακρινέ μου αναγνώστη. Υπήρξα χρόνια ταπεινός υπηρέτης του, καταγράφοντας στην αίθουσα βασανισμού και εξαγνισμού τη μοναδική του ικανότητα να ανακαλύπτει σε άτομα υπεράνω πάσης υποψίας ένα σωρό φρικτούς δαίμονες, μεταξύ άλλων τον Arapius, τον Kinaidus, τον Israilius, και τους πιο φρικτούς, Graecylius και τον θολό Culturius.
Οι δύο τελευταίοι μάλλον μόλυναν και μένα, την ημέρα που φέραν στον μέγα Pleurius για εξαγνισμό μία γυναίκα που ονομαζόταν «Αρχαία Ελληνική Ιστορία». Η απέριττη και γήινη ομορφιά της, ένα μοναδικό αποτέλεσμα αρμονίας αντιθέσεων των χαρακτηριστικών της, και σε μεγαλύτερη ακόμα αντίθεση με την καταθλιπτική αίθουσα βασανιστηρίων όπου βρισκόμασταν, ομολογώ ότι με μάγεψε.
«Τι όμορφη που είναι», τόλμησα να πω στον Δάσκαλο.
«Μη βιάζεσαι!», απάντησε εκείνος απότομα, ενώ ακόνιζε τα εργαλεία εξαγνισμού. «Δεν είναι διόλου όμορφη, σωρεία ανθελληνικών δαιμονίων βρίσκονται εντός της. Όμορφη θα την κάνομεν ημείς», είπε και έλεγξε τις αλυσίδες της, να βεβαιωθεί ότι είναι σφιχτές.
Και πράγματι την εξάγνισε, αγαπητέ μου αναγνώστη. Μετά φρικτών βασανιστηρίων (ο σκοπός αγιάζει τα μέσα), τα οποία θα σου περιγράψω πιο κάτω βήμα προς βήμα, τα κατάφερε: Της απέσπασε την ομολογία ότι έχει φρόνιμα ηγετικό, αντιδημοκρατικό, ότι από δω και πέρα θα υπεραγαπά τον εαυτό της και θα σηκώνει αριστοκρατικά τη μύτη απέναντι στους Άλλους. Και ο μεγαλόψυχος αφέντης μου, υιοθέτησε όλα τα παιδιά της, και τα διέπλασε να γίνουν ωσάν το ευγενικό πρόσωπό του.
Ο βασικός λόγος όμως που γράφω, είναι ότι θέλω να σου περιγράψω τις φρικτές και υβριστικές κουβέντες που έλεγε ο κακός Δαίμονας (ίσως να ήταν περισσότεροι, αλλά για ευκολία θα τους εννοώ σαν ένα), κατά τη διάρκεια του εξαγνισμού. Πρόκειται για μνημείο ανθελληνικής ρητορικής, από την οποία δυστυχώς πολλοί επηρεάζονται στους ζοφερούς καιρούς μας. Πιστεύω ότι θα σου χρησιμεύσουν, αναγνώστη μου, για να τους αναγνωρίζεις εύκολα στη ζωή σου, και να τους αποφεύγεις.
Ενώ όμως βγήκε από την Ιστορία ο Δαίμονας βρίζοντας, φαίνεται πως τελικά μπήκε σε μένα τον τλήμονα. Δανείστηκε τη φωνή μου και είπε στον Δάσκαλο και αφέντη λόγια αισχρά. Ο αφέντης μου με καταδίκασε αμέσως με την κατάρα «γραικύλος», και με έκλεισε στη φυλακή. Και όπως θα διαβάσετε παρακάτω είχε δίκιο, γιατί τέτοιος Δαίμονας είναι επικίνδυνος, και τυράννησε πολύ τη γαλαζόσταυρη ψυχή μου. Ας είναι καλά ο αφέντης που σε λίγες ώρες θα με εξαγνίσει μια και καλή.
Με την ελπίδα να σώσω έστω και μια ψυχή, τη δική σου, ζωντανέ μου αναγνώστη, θα καταγράψω, όχι ολόκληρη τη διαδικασία εξαγνισμού της Ιστορίας (αν και θα το’θελα, μα δεν μου φτάνουν τα φύλλα), μα αρκετά παραδείγματα, τόσο με τη φωνή του Δασκάλου, όσο και με τη φωνή του Δαίμονα. Για να συγκρίνεις, να ξέρεις να ακούς τον πρώτο, και να φυλάγεσαι από τον δεύτερο.
Σαν υπότιτλο θα βάζω την ιερή μέθοδο βασανιστηρίων του Δασκάλου, η οποία εκμαιεύει την αλήθεια, και σε παρένθεση το υβριστικό σχόλιο του Δαίμονα. Στη συνέχεια, θα βάζω τον εξαγνισμένο Λόγο του Δασκάλου, κι από κάτω τον αντίλογο του Δαίμονα, που μίλησε με αυθάδεια κατά του Πανγνώστη.
Προσευχόμενος στον ΕΛ Ύψιστο να μην προδώσει τη μνήμη μου, ξεκινώ.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
Βασανισμός Α’: ξερίζωμα μαλλιών (ήτοι κάνω το άσπρο μαύρο):
Απόσπαση ομολογίας: «Κι ο Αισχίνης είναι ΕΛ».
Εξαγνισμένος λόγος:
Αναμφισβήτως ο Αισχίνης ανήκε στους αριστοκρατικούς, οι οποίοι τον εθαύμαζαν ... Αυτός ο τόσο ταπεινός την καταγωγήν, ανήλθεν εις τόσον υψηλήν θέσιν εις το κόμμα των αριστοκρατικών (Δ.Α., σελ. 28).
Δαιμονικός αντίλογος:
Βρε βρε τον Κώτσο, πάλι αλήθειες μας λέει. Ώστε ο Αισχίνης ανήκει στους «αρίστους», και υποστηρίζει την αριστοκρατία. Για να δούμε ποια είναι και η άποψη του ίδιου του Αισχίνη για τα πολιτεύματα, μέσα από τον λόγο του «Κατά Τιμάρχου»:
«Όλοι παραδέχονται ότι τα πολιτεύματα των ανθρώπων είναι τριών ειδών, η τυραννία, η ολιγαρχία, και η δημοκρατία. Οι τυραννίες και οι ολιγαρχίες διοικούνται όπως θέλουν οι αρχηγοί τους (τοις τρόποις των εφεστηκότων), ενώ οι δημοκρατικές πόλεις σύμφωνα με τους θεσπισμένους νόμους. Ξέρετε καλά, Αθηναίοι, ότι όταν επικρατεί δημοκρατία, τους πολίτες και την πόλη σώζουν οι νόμοι, ενώ όταν επικρατούν τύραννοι και ολιγάρχες, σωτηρία είναι η κακοπιστία και η ένοπλη φρουρά» (§ 4).
Και μάλιστα σε μια άλλη ομιλία του, ο Αισχίνης υπερηφανεύεται για τον πατέρα του, που ήταν ένας από από τους δημοκρατικούς που ακολούθησαν τον «προδότη δημοκράτη Θρασύβουλο» (όπως λες Κώτσο μου), και κατέλυσαν το «αριστοκρατικό» πολίτευμα των Τριάκοντα (Περί της Παραπρεσβείας, §78). Αυτή τη «συλλογική ηγεσία αποτελουμένη εκ τριάκοντα αριστοκρατικών», όπως τη χαρακτηρίζεις! (θυμίσου αυτά που σου λέω, θα τα χρειαστείς και πιο κάτω).
Αχ Κώστα Κώστα, έτσι είναι βρε οι αριστοκράτες; Να απαξιούν τους εαυτούς τους και τους ομοϊδεάτες τους, και να επαινούν τους εχθρούς τους, τους μιαρούς δημοκράτες; Τι ειν’ αυτά που λέει ο Αισχίνης; Πιπέρι στο στόμα θα του βάλουμε, που διαφημίζει τη δημοκρατία!
Βασανισμός Β’: ξερίζωμα νυχιών (ήτοι Πλάτωνος και Αδόλφου γωνία):
Απόσπαση ομολογίας: «Και ο Πλάτων είναι ΕΛ».
Εξαγνισμένος λόγος:
Επίσης στην Πολιτεία (Γ, 414Α) ο Πλάτων απαιτεί οι μέλλοντες πολιτικοί ηγέται να εκπαιδεύονται από μικράς ηλικίας (πρόδρομος της πολιτικής νεολαίας των ολοκληρωτικών κομμάτων) (Δ.Α., σελ. 143).
Μετά την θανατικήν καταδίκην του Σωκράτους, ο Πλάτων μαζί με άλλους μαθητάς του ηρωικού φιλοσόφου κατέφυγαν στα Μέγαρα για να σωθούν από τη δημοκρατική αγριότητα των Αθηναίων (Δ.Α., οπ.π.).
Δαιμονικός αντίλογος:
Καλέ μου Πλάτωνα, τι σου’μελε να πάθεις. Μέχρι πρόδρομο του Χίτλερ και του Μεταξά σε έκανε ο γελοίος. Διότι (ως γνωστόν!) όποιος νοιάζεται για την εκπαίδευση των νέων, χτίζει κάτι σαν την Ε.Ο.Ν.
Μόνο που, ονειρόπληκτε φασιστάκο, ο «βασιλιάς» για τον Πλάτωνα είναι ένας πανεπιστήμονας φιλόσοφος, που εκτός από τη διακυβέρνηση και την τέχνη του πολέμου, παίζει στα δάχτυλα τα μαθηματικά, τις φυσικές επιστήμες, τη θεωρία της μουσικής, και προπαντώς τη διαλεκτική. Κι η διαλεκτική για τον Πλάτωνα δεν είναι κουβεντούλα του καφενείου, είναι η επιστήμη των επιστημών, δηλαδή η ικανότητα να ανακαλύπτεις την ενότητα και τα κοινά θεμέλια κάθε κλάδου του επιστητού, σε ένα σύστημα που δεν μπάζει από πουθενά (δλδ ό,τι ακριβώς δεν ισχύει με το περιεχόμενο των σαβουροβιβλίων σου). Κι άμα δεν τα βγάλει πέρα έστω και σε έναν από αυτούς τους κλάδους, απορρίπτεται. Και φυσικά απαγορεύεται (αυστηρώς και διά ροπάλου) να έχει ιδιωτική περιουσία. Και το ωραιότερο; Θα πρέπει να σιχαίνεται την εξουσία, και μόνο από αγγαρεία να κυβερνά. Γι’ αυτό και όσο πιο πολλοί άριστοι φιλόσοφοι υπάρχουν, τόσο το καλλίτερο, διότι θα μοιράζεται σε περισσότερα και μικρότερα διαστήματα ο ανεπιθύμητος χρόνος άσκησης εξουσίας.
Για πες μου τώρα, ποια νεολαία ολοκληρωτικών καθεστώτων είχε ανάλογες απαιτήσεις από τους wannabe ηγέτες; Του Μεταξά; (πββββ χαχαχχαχα).
Επίσης, πολύ ωραίο αυτό που λες για τον Πλάτωνα, που έτρεχε να σωθεί από τη δημοκρατική αγριότητα των Αθηναίων (τι ρεαλιστική εικόνα!). Θα πρέπει λοιπόν να ήταν τρελός, που μετά γύρισε και ίδρυσε την Ακαδημία του μέσα σ’ αυτή τη δημοκρατική βαρβαρότητα. Και καταντά παράξενο το γεγονός ότι σε καιρούς δημοκρατικής αγριότητας, η Ακαδημία άνθισε και έγινε το πιο φημισμένο πνευματικό κέντρο του τότε γνωστού κόσμου. Αλλά αγγίζει τα όρια του εξωφρενικού το ότι, ενώ σε καιρούς απαίσιας δημοκρατίας η σχολή του Πλάτωνα λειτουργούσε απρόσκοπτα και ακτινοβολούσε, τελικά την έκλεισε ένας θεοσεβής αριστοκράτης με φωτοστέφανο.
Μυστήρια πράγματα!
Βασανισμός Γ’: Σούβλισμα ματιών (ήτοι είπα ξείπα).
Απόσπαση ομολογίας: «Κι ο Δημοσθένης είναι ΕΛ».
Εξαγνισμένος λόγος:
Ο Δημοσθένης, τον οποίον οι δημοκράται εμφανίζουν σαν δικό τους εγνώριζε πολύ καλώς τα κακά της δημοκρατίας και επανειλλημένως κατηγόρησε το πλήθος ως ανάξιον να παίρνη αποφάσεις ... Οι δημοκράται που ουσιαστικώς εθανάτωσαν τον Δημοσθένην κατόπιν τον επαινούν και τον παρουσιάζουν ως δικόν τους. Οι υποκριται!» ( Δ.Α., σελ. 66).
Δαιμονικός αντίλογος:
Αχ, κατακαημένε Κωσταντή, ου γαρ έρχεται μόνον! Ώστε όσοι παρουσιάζουν το Δημοσθένη ως δημοκρατικό, είναι υποκριταί, ε; Εσύ βρε Κωσταντή, εσύ ο ίδιος πώς τον παρουσίαζες νωρίτερα; Ξέχασες; Να σου θυμίσω εγώ, τότε:
«Το αληθώς ωραίον είναι ότι οι δημοκράται ενώ παριστάνουν τους λαϊκούς, ταυτοχρόνως ειρωνεύονται όσους προέρχονται από λαϊκά στρώματα. Παράδειγμα ο Δημοσθένης, ο οποίος στον λόγον του «περί παραπρεσβείας» (237) αναφέρεται στους αδελφούς του Αισχίνου Φιλοχάρητα και Αφόβητον και λέγει ότι για να ζήσουν ειργάσθησαν ο πρώτος σαν διακοσμητής δοχείων αρωμάτων και τυμπάνων κι ο δεύτερος σαν υπογραμματεύς στη βουλή. Και λοιπόν; Είναι ντροπή που εξεκίνησαν από το μηδέν και επέτυχαν...;» (Δ.Α., σελ. 28).
Όχι, ντροπή δεν είναι αυτό Κωστή μου, ντροπή είναι να μη θυμάσαι κι εσύ ο ίδιος τι γράφεις, στην προσπάθειά σου να χαρακτηρίζεις τον άλλον όπως βολεύει εσένα και τη φτηνιάρικη προπαγάνδα σου: τη μια έτσι, την άλλη γιουβέτσι!
Βασανισμός Δ’: Κόψιμο μύτης (ήτοι είπα ξείπα λέω):
Απόσπαση ομολογίας: «Κι ο Περικλής είναι ΕΛ».
Εξαγνισμένος λόγος:
«Ο Περικλής ομίλει περί δημοκρατίας, αλλά στην εσωτερική πολιτική ήτο ουσιαστικώς αντιδημοκράτης, ενώ στην εξωτερικήν τυπικός εκπρόσωπος του αθηναϊκού επεκτατισμού και της ηγεμονίας των Αθηναίων ... Ο Περικλής δεν ανήκε στην χορείαν των ευτελών δημαγωγών, που τόσους και τόσους ανέδειξε η αθηναϊκή δημοκρατία. Είμαι βέβαιος ότι δεν επίστευεν κατά βάθος στην δημοκρατίαν ... Δεν σκοπεύω να σωρεύσω στοιχεία από αρχαία κείμενα, που βεβαιώνουν ότι ο Περικλής προσωπικώς δεν επίστευε στην δημοκρατίαν» (Δ.Α., σελ. 136-7).
Δαιμονικός αντίλογος:
Μάλιστα. Ο Περικλής λοιπόν ήταν κατά βάθος αντιδημοκράτης, και δεν ανήκε στους ευτελείς δημαγωγούς. Εγώ να το δεχτώ Κώστα Κώστα μου. Εσύ όμως γιατί δεν το δεχόσουν αυτό νωρίτερα; Δε θυμάσαι πάλι; Άντε πάλι να σου θυμίσω εγώ τι έλεγες:
«Σαν κοινοί λησταί οι δημοκράται της Αθήνας έπαιρναν την γην των άλλων Ελλήνων, τους οποίους εξετόπιζαν, π.χ. αφού κατέλαβαν την Ιστιαίαν (πόλις της Ευβοίας) έδιωξαν όλους τους κατοίκους της πόλεως και εμοίρασαν την γην της σε δύο χιλιάδας Αθηναίους ... Για την απαισίαν αυτήν πράξιν ευθύνεται ο μέγας δημοκράτης, ο Περικλής, ο οποίος για να κολακεύει το πλήθος του εμοίραζε χρήματα και του έδινε κληρουχίας» (Δ.Α., σελ. 23).
Τι είναι πάλι αυτό το «μέγας δημοκράτης» ρε Κωνσταντή, πού κολλάει με τα παραπάνω;
Αν το λες κυριολεκτικά, τότε τα «κατά βάθος αντιδημοκράτης» πάνε περίπατο, που σημαίνει ή ότι λες μπούρδες, ή ότι μας δουλεύεις (ή και τα δύο).
Αν πάλι το λες ειρωνικά, τότε η πρόταση ισοδυναμεί με τούτην: «Για την απαισίαν αυτήν πράξιν ευθύνεται ο κατά βάθος αντι-δημοκράτης, ο Περικλής». Επομένως η απαισία αυτή πράξις δεν είναι αποτέλεσμα της μισητής δημοκρατίας, αλλά του ενός «άριστου» αντιδημοκράτη.
Μούσκεμα τα’χεις κάνει, Κωνσταντή!
Βασανισμός Ε’: Μαστίγωμα μέχρι να ξεκολλήσει η σάρκα (ήτοι η μαλακία που σε δέρνει):
Απόσπαση ομολογίας: «Κι ο Κριτίας είναι ΕΛ».
Εξαγνισμένος λόγος:
Ο Κριτίας που υπήρξε ονομαστός φιλόσοφος, ελεγειακός ποιητής και πολιτικός κατόρθωσε να καταργήσει την δημοκρατίαν και να εγκαθιδρύσει το πρώτον γνωστόν πολίτευμα συλλογικής ηγεσίας αποτελουμένης εκ τριάκοντα αριστοκρατικών. Είναι οι γνωστοί Τριάκοντα Τύραννοι, που κατά τον Σωκράτην συνεκρότουν «Αρχήν Ισχυράν» (Πλάτων, Απολογία, 32Δ) (Δ.Α., σελ. 119).
Ο Κριτίας προσπάθησε να εφαρμόση στιν πράξιν όσα του εδίδαξε ο δάσκαλός του Σωκράτης. Έλαβε ενεργό μέρος στην πολιτική και μετά από πολλούς αγώνας, εξορίας, κτλ εύρε την ευκαιρίαν να καταλύση το δημοκρατικό καθεστώς (Δ.Α., οπ.π.).
Ο αρχηγός των δημοκρατών Θρασύβουλος επήγε στην Θήβα, στον εχθρό της πατρίδας του δηλαδή και εξησφάλισε όπλα και χρήματα για να κηρύξη εμφύλιον πόλεμον. Τι καλός δημοκράτης θα ήτο αλλιώς; ... Στην σύγκρουσι που επηκολούθησε στον λόφο της Μουνιχίας έπεσε γεναίως μαχόμενος ο Κριτίας (Δ.Α., σελ. 120).
Η προσφορά του Κριτίου είναι ανεκτίμητος αν μάλιστα ληφθή υπ’όψιν, ότι στον ημιτελή φιλοσοφικόν διάλογον του Πλάτωνος «Κριτίας» ο Κριτίας είναι εκείνος που περιγράφει πώς ήτο οργανωμένη η Αθήνα 9.000 χρόνια πριν.... (Δ.Α., οπ.π.).
Δαιμονικός αντίλογος:
Τι βομβαρδισμός μπαρούφας είναι τούτος ρε Κώτσο; Γιατί είσαι τόσο σαδιστής απέναντι στην Ιστορία; Γιατί τέτοιο προσκύνημα στον άγιο Αυνάν;
Λες, Κώτσο, ότι κατά τον Σωκράτη οι Τριάκοντα συνεκρότουν «Αρχήν Ισχυράν», και από τα συμφραζόμενα αφήνεις να εννοηθεί ότι ο Σωκράτης το λέει επαινετικά, αλλιώς δε θα παραδεχόσουν ότι ο Κριτίας προσπάθησε να εφαρμόσει τις διδαχές του Σωκράτη, ούτε βέβαια θα τον ενέτασσες στους «αρίστους» (αλλά ούτε και θα έπαιρνες την πρωτοβουλία να τονίσεις με κεφαλαία τα «Αρχήν Ισχυράν»). Τρίψε λίγο τα ματάκια σου, και ξαναδιάβασε καλλίτερα το ίδιο χωρίο της Απολογίας (32d):
«Εμέ γαρ εκείνη η αρχή ουκ εξέπληξεν, ούτως ισχυρά ούσα, ώστε άδικό τι εργάσασθαι».
Ωχ, τι λέει ο Σωκράτης εδώ ρε Κωστή; Για να επαναλάβουμε τα λόγια του και λίγο πριν και μετά:
«Όταν ήρθε στην εξουσία η ολιγαρχία, οι Τριάκοντα πάλι, κάλεσαν εμένα κι άλλους τέσσερις στη Θόλο, και μας διέταξαν να πάμε στη Σαλαμίνα, και να φέρουμε τον Λέοντα τον Σαλαμίνιο, για να τον σκοτώσουν. Εκείνοι [οι Τριάκοντα] έδιναν πολλές φορές σε πολλούς τέτοιες διαταγές, θέλοντας να εμπλέξουν όσο το δυνατόν περισσότερους. Τότε λοιπόν εγώ, όχι με λόγια, αλλά με έργα, απέδειξα ότι, για να το πω απλά, δεν με νοιάζει καθόλου ο θάνατος, αλλά με νοιάζει υπερβολικά να μην πράξω κάτι άδικο και ανόσιο. Εμένα λοιπόν εκείνο το καθεστώς δεν με τρομοκράτησε, όσο ισχυρό κι αν ήταν [σ.σ. από εδώ έβγαλε ο Pleurius το «Αρχήν Ισχυράν»], ώστε να πράξω κάτι άδικο, αλλά αφού βγήκαμε από τη Θόλο, οι άλλοι τέσσερεις πήγαν στη Σαλαμίνα και έφεραν τον Λέοντα, ενώ εγώ πήγα σπίτι μου. Και ίσως να είχα πεθάνει γι’ αυτήν την πράξη, αν δεν είχε καταλυθεί σύντομα η εξουσία τους. Κι αυτά μπορούν να σας τα βεβαιώσουν πολλοί μάρτυρες (ίσως αν διά ταύτα απέθανον, ει μη η αρχή διά ταχέων κατελύθη.και τούτων υμίν έσονται πολλοί μάρτυρες)» (Πλάτων, Απολογία, 32c-d).
Αν είναι δυνατόν, Κωστή! Ο «άριστός» σου Κριτίας και το σινάφι του (οι Τριάκοντα) θέλαν να δολοφονήσουν τον Σωκράτη, όπως ο ίδιος ομολογεί. Ωστε «ανεκτίμητος η προσφορά του Κριτίου», ρε μπαγασάκο;
Θες κι άλλη απόδειξη ότι οι «αριστοκρατικοί» Τριάκοντα θέλαν να δολοφονήσουν το Σωκράτη, κι ότι ο Σωκράτης δεν είχε και την καλλίτερη γνώμη για τους Τριάκοντα; Τσίμπα την, από τον (επίσης «άριστο» όπως τον λες) Ξενοφώντα (Απομνημονεύματα, βιβλίο Α’, ΙΙ, 32-8):
«Όταν οι Τριάκοντα άρχισαν να σκοτώνουν πολλούς και καλούς πολίτες, ενώ πολλούς εξωθούσαν να αδικούν, είπε κάπου ο Σωκράτης ότι θα του φαινόταν παράξενο, αν κάποιος, αφού γινόταν βοσκός σε αγέλη βοδιών, και ενώ έκανε τα βόδια λιγότερα και χειρότερα, δεν παραδεχόταν ότι είναι χείριστος βοσκός».
Άνοιξε καλά τ’ αφτιά σου γεροναζιάρη, που μου κλαίγεσαι κιόλας για την κακή δημοκρατία που σκότωσε το Σωκράτη, επειδή τάχα μόνο στη δημοκρατία γίνονται τέτοια, κι άκου τον Ξενοφώντα, και τι σχεδίασαν οι αριστοκράτες σου που τόσο τους θαυμάζεις:
Ο Κριτίας, σε συνεννόηση με τον «αριστοκράτη» κολλητό του, τον Χαρικλή, θέσπισαν νόμο που
«απαγόρευε τη διδασκαλία της τέχνης του λόγου, επειδή ήθελε να βάλει εμπόδιο σ’ εκείνον [στο Σωκράτη], και επειδή δεν έβρισκε άλλο τρόπο για να του κάνει κακό» (εν τοις νομοις έγραψεν λόγων τέχνην μη διδάσκειν, επηρεάζων εκείνωι και ουκ έχων οπηι επιλάβοιτο).
Όταν οι «άριστοι» Κριτίας και Χαρικλής άκουσαν την παραβολή του Σωκράτη με τα βόδια, τον κάλεσαν, κι αφού του επισήμαναν ότι απαγορεύεται να κουβεντιάζει με τους νέους (τοις νέοις απειπέτην μη διαλέγεσθαι), ο «άριστος» Χαρικλής τον απείλησε: «πρόσεχε, για να μην κάνεις κι εσύ τα βόδια λιγότερα (φυλάττου όπως μη και συ ελάττους τας βους ποιήσηις).
Υποθέτω ότι 5 βαθμούς IQ τους πιάνεις, για να καταλάβεις τι ήθελε να πει ο ποιητής.
Αλλά το θράσος και η βλακεία σου πάνε για πρωταθλητισμό, όταν ειρωνεύεσαι τον Θρασύβουλο, που ανέλαβε να γλυτώσει την Αθήνα απ’ τα τριάντα καθάρματα, με πρώτο και χειρότερο τον Κριτία.
Για να επαναλάβω τη νηπιακή προπαγάνδα σου:
«Ο αρχηγός των δημοκρατών Θρασύβουλος επήγε στην Θήβα, στον εχθρό της πατρίδας του δηλαδή και εξησφάλισε όπλα και χρήματα για να κηρύξη εμφύλιον πόλεμον. Τι καλός δημοκράτης θα ήτο αλλιώς; ... Στην σύγκρουσι που επηκολούθησε στον λόφο της Μουνιχίας έπεσε γεναίως μαχόμενος ο Κριτίας» (Δ.Α., σελ. 120).
Μάλιστα. Θες δηλαδή να μας πεις, ότι σε αντίθεση με τους κακούς δημοκράτες, ένας καλός αριστοκράτης (σαν τον Κριτία) πρώτον δεν πηγαίνει ποτέ στους εχθρούς να γυρέψει βοήθεια, και δεύτερον δεν κηρύσσει εμφύλιον πόλεμον.
Δυστυχώς ένας άλλος «άριστος», ο Ξενοφών, διαφωνεί κάθετα μαζί σου. Μας αναφέρει ότι ο Κριτίας και τα άλλα «αριστοκρατικά» καθίκια στείλαν πρεσβεία «στον οχτρό της πατρίδος τους», τον Λακεδαιμόνιο Λύσσανδρο, ζητώντας του ένοπλη φρουρά, για να τους βοηθήσει «να αποκαταστήσουν την τάξη» (Ελληνικά, Β, 3,13).
Το τι καταλάβαιναν οι άριστοί σου ως «αποκατάσταση της τάξης», πάλι ο Ξενοφών μας το λέει πιο κάτω:
Καταρχήν, αφού ήρθε η φρουρά, φτιάξαν μια λίστα, όχι μαύρη, αλλά λευκή. Στη λίστα αυτή συμπεριλάβαν μόνο 3.000 έμπιστούς τους, και ΟΛΟΥΣ τους άλλους είχαν δικαίωμα να τους σκοτώσουν όποτε γούσταραν. (Ελληνικά, Β, 3,18)
Και συνεχίζει ο Ξενοφών:
«Αφού έγιναν όλα τούτα, επειδή ήταν πια στο χέρι τους να κάνουν οτιδήποτε ήθελαν, σκότωσαν πολλούς λόγω εχθρότητας και πολλούς λόγω χρημάτων» (Ελληνικά, Β, 3,21).
Σύμφωνα δε και με τη μαρτυρία του Αισχίνη, οι Τριάκοντα θανάτωσαν 1.500 πολίτες χωρίς δίκη (Αισχίνης, Περί της Παραπρεσβείας, §77).
Χώρια οι μέτοικοι, που τους σκοτώναν για να τους κλέβουν τις περιουσίες και να πληρώνουν τους μισθοφόρους τους (Ξενοφών, Ελληνικά, Β, 3,21).
Βρε κάτι πράματα που κάνουν οι άριστοι!
Γέλασα πολύ πάντως, όταν είπες το εξής: «Το καθεστώς των Τριάκοντα που εβασίζετο σ’ ένα επίλεκτο σώμα 3.000 οπλοφόρων φρουρών του πολιτεύματος» (Δ.Α., σελ. 120). Είσαι δηλαδή τόσο άσχετος ή τόσο ερασιτέχνης παραχαράκτης, που μπερδεύεις τη «λευκή λίστα» με τους μισθοφόρους Λακεδαιμόνιους «οχτρούς», σαν να μην υπήρχαν καθόλου οι τελευταίοι. Οι 3.000 «φρουροί του πολιτεύματος» ήσαν τα μούτρα του καθεστώτος, που απλά δεν τους αφαιρέθηκαν τα όπλα, όπως στους άλλους πολίτες, και οι μόνοι που εξαιρούνταν από το δικαίωμα των Τριάκοντα να σφάξουν όποιον γούσταραν για να του κλέψουν την περιουσία, ή απλά επειδή δεν τον χώνευαν.
Ο μόνος που αντέδρασε ανοιχτά σ΄αυτό το παρανοϊκό καθεστώς ήταν ο (μετριοπαθής της παράταξής τους) Θηραμένης, λέγοντας στον Κριτία: «Δε νομίζω ότι είναι καλό, εκείνοι που ισχυρίζονται ότι είναι άριστοι, να διαπράττουν αδικίες μεγαλύτερες από των συκοφαντών. Γιατί, ενώ εκείνοι άφηναν ζωντανούς τους ανθρώπους από τους οποίους είχαν πάρει χρήματα, εμείς θα φονεύουμε άντρες που δεν έχουν κάνει καμιά αδικία, για να παίρνουμε χρήματα;» (Ελληνικά, Β, 3,22 μτφ. Α. Παπαγεωργίου, εκδ. Κάκτος).
Ποια νομίζετε ότι ήταν η απάντηση του Κριτία; Για να σας βοηθήσω, θα πω μόνο ότι ήταν αντάξια ενός «αρίστου». Σωστά μαντέψατε. Δυσαρεστήθηκε, σκηνοθέτησε μια παρωδία δίκης για να καταδικαστεί ο Θηραμένης, κι έβαλε τους μπράβους του να τον ποτίσουν κώνειο (Ελληνικά, Β, 3, 50-6).
Τον Κριτία, αυτόν τον άριστο άνθρωπο, με την «ανεκτίμητο προσφορά του», είχε το θράσος ο Θρασύβουλος (ο βρωμοδημοκράτης προδότης) να πολεμήσει! Θυμήσου πάλι Κώτσο κι αυτό που λέγαμε νωρίτερα, με τι καμάρι θυμάται ο «άριστος» Αισχίνης τον πατέρα του, που πολέμησε στο πλευρό του Θρασύβουλου. Κι αναλογίσου πόσο αστείος είσαι!
Κι αν ο Κώτσος εκτιμά «το πρώτον γνωστόν πολίτευμα συλλογικής ηγεσίας αποτελουμένης εκ τριάκοντα αριστοκρατικών», ψηφίστε Κώτσο για ένα καλλίτερο αύριο!
Αααχ Κώστα Κώστα, σου’χω κι άλλο δυσάρεστο. Ο Κριτίας σου, συν τοις άλλοις, ήταν και ντιγκιντάγκας (ανώμαλους και διεστραμένους τους λες εσύ, αν δεν κάνω λάθος). Άκου τι μας λέει ο Ξενοφών (Απομνημονεύματα, βιβλίο Α’, ΙΙ, 29):
«Ο Κριτίας αισθανόταν έρωτα για τον Ευθύδημο και προσπαθούσε να τον χρησιμοποιήσει, όπως αυτοί που απολαμβάνουν τις σεξουαλικές ηδονές (Κριτίαν μεν τοίνυν αισθανόμενος ερώντα Ευθυδήμου και πειρώντα χρήσθαι, καθάπερ οι προς ταφροδίσια των σωμάτων απολαύοντες)».
Και μη μου πετάξεις τίποτα για πνευματικές/πλατωνικές σχέσεις, γιατί οι λέξεις «αφροδίσια των σωμάτων» δεν αφήνουν περιθώρια παρερμηνείας. Το καλλίτερο όμως στο φυλάει η συνέχεια (Ξενοφών, Απομνημονεύματα, οπ.π.):
« [Ο Σωκράτης] προσπαθούσε να τον αποτρέψει [ενν.τον Κριτία] λέγοντας ότι είναι πράξη ανελεύθερη και αταίριαστη για άνδρα σωστό και ενάρετο να ζητάει ικετεύοντας, όπως οι φτωχοί, και να παρακαλεί τον αγαπημένο, απέναντι στον οποίον θέλει να φαίνεται πολύ άξιος, να του δώσει κάτι καθόλου καλό [σ.σ. άκου τι κάνει ο Κριτίας!]. Επειδή ο Κριτίας όμως δεν υπάκουε σε τέτοια πράγματα ούτε και αποτρεπόταν [σ.σ. ανεπίδεκτος μάθησης ο Κρίτίας], λέγεται ότι ο Σωκράτης, ενώ ήταν παρόντες άλλοι πολλοί και ο Ευθύδημος, είπε ότι του φαίνεται πως ο Κριτίας πάσχει από αυτό που πάσχουν οι χοίροι, επιθυμώντας να τρίβεται στον Ευθύδημο όπως τα μικρά γουρούνια στις πέτρες [σ.σ. βρε τον Κριτία!]. Γι’ αυτό και μισούσε τον Σωκράτη ο Κριτίας» (εξ ων δη και εμίση τον Σωκράτην ο Κριτίας) (μτφ. Α. Παπαγεωργίου, εκδ. Κάκτος).
Τι είπαμε ότι είπες Δάσκαλε; «Ο Κριτίας προσπάθησε να εφαρμόση στιν πράξιν όσα του εδίδαξε ο δάσκαλός του Σωκράτης».
Χαχαχαχα, τρομερή προσπάθεια!
Α, και κάτι τελευταίο: Ο συγκεκριμένος μύθος της Ατλαντίδας και της Αθήνας δεν ανήκει στον Κριτία, αλλά στον Πλάτωνα, που σε λογοτεχνικό επίπεδο βάζει να τον διηγείται ο Κριτίας, ως λογοτεχνικό κι όχι ως πραγματικό πρόσωπο. Μην μπερδεύεις το ένα με το άλλο.
Βασανισμός ΣΤ’: Παλούκωμα (ήτοι εκρηκτικό κοκτέιλ ασχετοσύνης και παραχάραξης):
Απόσπαση ομολογίας: «Κι ο Αλκιβιάδης είναι ΕΛ».
Εξαγνισμένος λόγος:
Ο Αλκιβιάδης είναι μια από τις επιφανεστέρας πολιτικοστρατιωτικάς προσωπικότητας της Ελλάδος... Είναι γεγονός ότι η επιρροή του Σωκράτους στον Αλκιβιάδη υπήρξε αποφασιστική, ιδίως στην διαμόρφωσι των αντιδημοκρατικών πολιτικών πεποιθήσεών του... Η διαπαιδαγώγησις που του προσφέρει ο Σωκράτης αποδίδει, διότι ο Αλκιβιάδης κατανοεί όσα του διδάσκει ο φιλόσοφος (Δ.Α., σελ. 35).
Ταυτοχρόνως χαίρεται τας ευχαριστήσεις της ζωής ... Η αγάπη του προς τας γυναίκας δεν είναι κάτι, για το οποίον πρέπει να κατηγορηθεί, απεναντίας μάλιστα (Δ.Α., σελ. 36).
Η αδικία που έγινε στον Αλκιβιάδη [ενν. για το σκάνδαλο των Ερμοκοπιδών] υπήρξε πρωτοφανής, αλλά όχι άγνωστος σε δημοκρατικά πολιτεύματα. Ένα ολόκληρο καθεστώς επέτρεψε να θανατωθούν άριστοι πολίται (Δ.Α., σελ. 39).
Δαιμονικός αντίλογος:
Πω πω παραλήρημα βλακείας! Από πού να σε πιάσω και τι να πρωτοσχολιάσω βρε Κωνσταντή!
Ας ξεκινήσω με την αποδοτική διαπαιδαγώγηση του Σωκράτη. Να ζητήσουμε τη γνώμη του Ξενοφώντα που τα έζησε, και κάτι παραπάνω θα ξέρει; Άκου λοιπόν τι λέει για τους μαθητές του Σωκράτη, τον Κριτία (αυτόν που λέγαμε πριν) και τον Αλκιβιάδη (Απομνημονεύματα, Α, 16):
«Εγώ λοιπόν νομίζω ότι, αν ο θεός έδινε σ’ αυτούς τους δύο [τον Κριτία και τον Αλκιβιάδη] να διαλέξουν, ή να ζήσουν όλη τη ζωή τους με τον τρόπο που βλέπαν να ζει ο Σωκράτης, ή να πεθάνουν, θα προτιμούσαν περισσότερο να πεθάνουν».
Άκου τι λέει και παρακάτω (Απομνημονεύματα, Α, 25 & 47):
«Αφού συνέβησαν τέτοια πράγματα σ’ αυτούς τους δύο και επειδή υπερυφανεύονταν για την καταγωγή τους, επαίρονταν για τον πλούτο τους, φούσκωναν για την πολιτική τους δύναμη και δέχονταν τις κολακείες πολλών ανθρώπων και επειδή επιλέον ήταν διεφθαρμένοι και απομακρυσμένοι από το Σωκράτη για πολύ καιρό, τι το παράξενο που έγιναν αλαζόνες; ... Αμέσως λοιπόν όταν νόμισαν ότι ήταν ισχυρότεροι από τους πολιτευόμενους, δεν πήγαν πια στο Σωκράτη, γιατί έτσι κι αλλιώς δεν τους άρεσε, και κάθε φορά που πήγαιναν, δυσαρεστούνταν επειδή κρίνονταν για τα σφάλματά τους»(μτφ. Α. Παπαγεωργίου, εκδ. Κάκτος).
Για επανάλαβε ό,τι είπες πριν, Δάσκαλε: «Η διαπαιδαγώγησις που του προσφέρει ο Σωκράτης αποδίδει, διότι ο Αλκιβιάδης κατανοεί όσα του διδάσκει ο φιλόσοφος».
Προσκυνώ, κύριε επίτιμε καθηγητά της Γκουανταλαχάρας (άντε, με το καλό και επίτιμος στο Τακλαμακάν)!
Πάμε τώρα στις χαρές της ζωής του Αλκιβιάδη. Δυστυχώς, δεν του αρέσαν μόνο οι γυναίκες, αλλά, σαν τον Κριτία, είχε κι αυτός το ... «κουσούρι». Εγώ δε θα πω πολλά δάσκαλε. Θα μιλήσουν ο Πλάτων και ο Πλούταρχος.
Πρώτα ο Πλάτων, ο οποίος περιγράφει την ερωτική εξομολόγηση του Αλκιβιάδη σε πρώτο πρόσωπο, προς τον Σωκράτη, και διηγείται στους παρευρισκομένους στο Συμπόσιο, πώς ξεμονάχιασε τον Σωκράτη σπίτι του, και τον έβαλε να κοιμηθούν μαζί. Η συνέχεια από το κείμενο (Πλάτων, Συμπόσιο, 219b-d):
«Εσηκώθηκα λοιπόν και χωρίς πλέον να του αφήσω καιρό να προσθέσει τίποτε, τον εσκέπασα με τον μανδύαν μου (ήτο χειμώνας τότε), εξάπλωσα κάτω από τον τρίβωνα τον ιδικό του, ετύλιξα το σώμα γύρω από το σώμα του αληθινά δαιμονίου και εξαιρετικού αυτού όντος και έμεινα πλαγιασμένος έτσι ολόκληρον την νύκτα. Και αυτήν την φορά, Σωκράτη, δεν θα ισχυρισθείς πως είναι ψεύδη αυτά που λέγω. Ε λοιπόν! Μ’ όλα που έκαμα εγώ, αυτός εδείχθη τόσον ανίκητος από τα νεανικά μου θέλγητρα, τόσον τα περιεφρόνησε και τα εγελοιοποίησε, τόσον μ’ εταπείνωσεν – και όμως επίστευα πως κάποιαν αξίαν είχεν αυτό το πράγμα, κύριοι δικασταί∙ διότι δικασταί, ναι, είστε της υπερηφανείας του Σωκράτους. Μάθετε λοιπόν, σας ορκίζομαι εις τους θεούς, εις τα θεάς, εκοιμήθην και εξύπνησα εις το πλευρόν του Σωκράτους, χωρίς να συμβεί τίποτε περισσότερον παρ’ ό,τι αν είχα κοιμηθεί με τον πατέρα μου ή μ’ έναν αδελφόν μεγαλύτερον» (μτφ.Ι. Συκουτρης, εκδ. Εστία).
Η στάση του Σωκράτη είναι (θα παραδεχτείς) αξιέπαινη, και τον γλυτώνει από το μιαρό στίγμα του «κουσουράτου». Το ζήτημα είναι η στάση του Αλκιβιάδη: τι επιδίωκε, τι ακριβώς έκανε με τα νεανικά του θέλγητρα στον Σωκράτη που απεδείχθη ανίκητος, από ποια προσδοκία διαψεύστηκε; Σαν τι άλλο περίμενε με λαχτάρα να κοιμηθούν, αν όχι σαν πατέρας ή αδελφός; Τι κάνει νιάου νιάου στα κεραμίδια (το μήνα Γενάρη);
Δε θα σχολιάσω τα φιλοσοφικά νοήματα του κειμένου, που είναι από τα διαμάντια της παγκόσμιας γραμματείας, διότι δεν απευθύνομαι σε σοβαρό άτομο. Θα εστιάσω μόνο σ’ αυτά που σ΄ενοχλούνε, Κώστα Κώστα μου.
Θα ουρλιάξεις ότι τίποτα δεν αποδείχτηκε, και θα μου πεις ότι η ιστορία αυτή ανήκει στη λογοτεχνική φαντασία του Πλάτωνα. Άντε και να το δεχτώ Κωστή μου, αν και είναι από τις λίγες φορές που ο Πλάτων επιμένει στην ιστορική ακρίβεια της περιγραφής.
Πάμε τότε να δούμε τι λέει επί του θέματος η κύρια πηγή σου στη ζωή του Αλκιβιάδη, ο Πλούταρχος, παρ. 6:
«Ο Κλεάνθης ισχυριζόταν ότι ο Σωκράτης μπορούσε να κρατάει τον ερωμένο του [Αλκιβιάδη] από τ’ αφτιά [δηλ. με τους φιλοσοφικούς λόγους], οι αντίζηλοι εραστές όμως χρησιμοποιούσαν πολλές άλλες λαβές, που ο Σωκράτης δεν άγγιζε, δηλαδή την κοιλιά, τα γεννητικά όργανα, και τον λαιμό (την γαστέρα λέγων και τα αιδοία και τον λαιμόν). Κι ο Αλκιβιάδης αφηνόταν να παρασυρθεί από τις ηδονές, όπως αφήνει να εννοηθεί η αναφορά του Θουκυδίδη για τις λεγόμενες κακές συνήθειες του σώματός του (η γαρ υπό Θουκυδίδου λεγομένη παρανομία κατά το σώμα της διαίτης)».
Αντέχεις ένα χωρίο ακόμα από τον Πλούταρχο; Δικό σου (παρ.16):
«Κοντά σ’ αυτά ξανάρθαν η χαλαρή ζωή, η υβριστική συμπεριφορά στα μεθύσια του και στους έρωτές του, η θυληπρέπεια με τα ενδύματά του από γνήσια πορφύρα (θηλύτητας εσθήτων αλουργών), που τα επιδείκνυε προκλητικά στην αγορά, η αλαζονική πολυτέλεια στη ζωή του και άλλα που έκανε» (μτφ Μ.Μερακλής, εκδ. Κάκτος).
Δεν μας τα λέει καλά ο αριστοκράτης σου, Κωνσταντή! Πιο πολύ μοιάζει με τους εκφυλισμένους και διεστραμμένους που περιγράφεις σε άλλο σου σοβαρό βιβλίο.
Αλλά ξέρεις ποια είναι η μεγάλη πλάκα; Παρατήρησα ότι στην εξαγνισμένη σου αγιογραφία του Αλκιβιάδη ακολουθείς τον Πλούταρχο στις παραγράφους 4, 6, 7. Όμως από την παράγραφο 6 αφήνεις απέξω ένα μόνο κομμάτι, που εντελώς τυχαία είναι αυτό που ανέφερα πιο πάνω, η ροπή του Αλκιβιάδη προς την ομοφυλοφιλία. Προφανώς λοιπόν και το πρόσεξες, αλλά είπες να κάνεις την πάπια, διότι δεν ταίριαζε με την εικόνα που σε βολεύει.
Αυτά κάνουν οι αριστοκράτες, ρε Κωνσταντή; Αποσιωπούν την ιστορική μαρτυρία, μόνο και μόνο επειδή δεν ταιριάζει με τα γούστα τους; Γιατί το βάζεις στα πόδια μπροστά στην ιστορική ακρίβεια, ρε Κωστή; Έτσι κάνουν ωρέ τα παλλικάρια;
Αλλά ας αφήσουμε αυτές τις πιπεράτες λεπτομέρειες, κι ας εστιάσουμε στα πιο σοβαρά, στην αριστοκρατική πολιτική του Αλκιβιάδη. Κατηγορείς, και σωστά, ότι άδικα εμπλέξανε τον Αλκιβιάδη στη συκοφαντία των Ερμοκοπιδών.
Λες: «Η αδικία που έγινε στον Αλκιβιάδη [ενν. για το σκάνδαλο των Ερμοκοπιδών και την ερήμην καταδίκη του εις θάνατον] υπήρξε πρωτοφανής, αλλά όχι άγνωστος σε δημοκρατικά πολιτεύματα».
Και με την αβίαστη επαγωγική γενίκευση και τα λογικά άλματα που σε διακρίνουν, αποφαίνεσαι: «Ένα ολόκληρο καθεστώς [δλδ η δημοκρατία] επέτρεψε να θανατωθούν άριστοι πολίται.».
Είδες Κωστή μου, αυτοί οι παλιοδημοκράτες τι σκατόψυχοι είναι; Αν κυβερνούσε απολυταρχικά τη μάζα ένας άριστος ηγέτης σαν τον Αλκιβιάδη, θα είχαμε γλυτώσει πολλά τέτοια εγκλήματα. Με αυτούς τους δημοκράτες μόνο κακά μπορούν να συμβούν.
Α, τώρα που είπα εγκλήματα, θυμήθηκα τη σφαγή της Μήλου, αυτή την αποτρόπαιη πράξη της δημοκρατίας, όπως λες. Αφήνω να την περιγράψεις εσύ, που τα λες και καλλίτερα:
«Στην Μήλο εκτός βεβαίως από το έγκλημα σαν μέσον πολιτικής, η δημοκρατία και μάλιστα η Αθηναϊκή, που τόσον εξυμνούν, έδειξε πόσο μία δημοκρατία σέβεται την ελευθερία των λαών ... Η Αθηναϊκή δημοκρατία (το υπόδειγμα πολιτείας!) απεφάσισε για τους Μηλίους να σφάξει τους εφήβους και να πωλήση ως δούλους τας γυναίκας και τα παιδιά!!! ... Αυτά τα αποτρόπαια δεν ήσαν συμπτωματικά, απεναντίας ακριβώς ήσαν η μόνιμος τακτική των δημοκρατών της Αθήνας» (Δ.Α., σελ. 22).
Είδες Κώστα μου πόσο κτήνη είναι αυτοί οι βρωμοδημοκράτες; Ένας αριστοκράτης δεν θα έκανε ποτέ τέτοιο έγκλημα, έτσι δεν είναι; Γιατί στρέφεις αλλού το βλέμμα, Κώτσο μου; Σε ξαναρωτάω: Ένας ευγενής αριστοκράτης, π.χ. σαν τον Αλκιβιάδη (τυχαία μου’ρθε το όνομα), θα ήθελε ποτέ να συμβούν «αυτά τα αποτρόπαια»; Μην πας να το σκάσεις, κι απάντησέ μου σε παρακαλώ! Δεν θες να απαντήσεις; Δικαίωμά σου, κι εγώ τότε θα ρωτήσω τον Πλούταρχο.
Για πες μας Πλούταρχε, ποιος είναι ο βασικός υπαίτιος αυτού του φρικτού εγκλήματος, της σφαγής των έφηβων Μηλίων και του εξανδραποδισμού των γυναικόπαιδων, που προκαλεί αποτροπιασμό στο φίλο μας τον Κώτσο;
Πλούταρχος (Βίος Αλκιβιάδη, 16,6):
«Ο ίδιος ο Αλκιβιάδης συνηγόρησε δυστυχώς για την απόφαση των Αθηναίων να σκοτώσουν όλους τους νεαρούς Μηλίους, ένα έγκλημα, για το οποίο αυτός έχει τη μεγαλύτερη ευθύνη» (τους Μηλίους ηβηδόν αποσφαγήναι την πλείστην αιτίαν έσχε, τω ψηφίσματι συνειπών)(μτφ. Μ. Μερακλής).
Βρε ζημιά που πάθαμε! Πάνε οι θεωρίες περί (αποκλειστικά και μόνο) κακής δημοκρατίας, και καλών καγαθών αρίστων. Παπάρια άριστος μου φαίνεται ότι είναι ο Αλκιβιάδης σου, Κωνσταντή.
Να σε ρωτήσω και κάτι τελευταίο ρε Κωστή. Γιατί στην εξαγνισμένη σου ιστορία δεν λες το παραμικρό για την επίσκεψη του Αλκιβιάδη στην αυλή του σατράπη Τισσαφέρνη, και γιατί ο Τισσαφέρνης, που ήταν ο πιο σκληρός και μισέλληνας από τους Πέρσες (ωμός ων και μισέλλην εν τοις μάλιστα Περσών ο Τισσαφέρνης), διέταξε να ονομαστεί «Αλκιβιάδης» το πιο όμορφο από τα περιβόλια του; (Πλούταρχος, 24,7).
Αντέχεις ν’ ακούσεις τι παιζόταν; Πάρε τα χάπια για την πίεση και δώσε προσοχή:
Αυτόν τον βάρβαρο μισέλληνα, ο Αλκιβιάδης τον κολάκευε διαρκώς (τον έγλειφε, πώς το λένε), κι αυτός (σα βάρβαρος) το φχαριστιόταν κι ανταπέδιδε τις κολακείες. Για την ακρίβεια «Τισσαφέρνης ούτως ενεδίδου τω Αλκιβιάδη κολακευόμενος, ωσθ’ υπερβάλλειν αυτός αντικολακεύον εκείνον» (Πλούταρχος, οπ.π.).
Είχα την εντύπωση ότι οι άριστοι δεν γλείφουν μισέλληνες βαρβάρους! Πολύ περίεργο!
Βέβαια ο Αλκιβιάδης πέτυχε να πείσει τον Τισσαφέρνη να σταματήσει να στέλνει βοήθεια στους Λακεδαιμόνιους, ανακουφίζοντας έτσι την Αθήνα. Και θα μου πεις ότι σ’ αυτήν την περίπτωση χαλάλι το γλείψιμο, αφού αμάρτησε για τη γλυκιά του πατρίδα. Επομένως δε μιλάμε για κατάντια, αλλά για επιτυχημένη διπλωματία.
Ναι, αλλά δεν σου είπα το καλλίτερο: ο Τισαφέρνης σταμάτησε να στέλνει βοήθεια στους Σπαρτιάτες, όχι επειδή τον κολάκευε καλά ο Αλκιβιάδης, αλλά επειδή τον συμβούλεψε λογικά. Και ποια ήταν η λογική συμβουλή του;
Πάρε κι ένα ποτήρι νερό και άκου: του είπε ότι είναι καλό να μην υποστηρίζει τη μία από τις δύο δυνάμεις (Αθήνα/Σπάρτη), αλλά να τους αφήσει να φαγωθούν μεταξύ τους, γιατί έτσι θα εξασθενήσουν και οι δύο εντελώς, και θα είναι πιο εύκολο στους Πέρσες να υποδουλώσουν την Ελλάδα.
Για κακή σου τύχη αυτό το επιβεβαιώνουν και ο Πλούταρχος, και ο Θουκυδίδης, και ο Ξενοφών.
Πλούταρχος:
«Απογοητευμένος, λοιπόν, ο Αλκιβιάδης από τους Σπαρτιάτες, που δεν μπορούσε να τους έχει εμπιστοσύνη, και έχοντας το φόβο του Άγιδος, τους έβλαπτε και τους συκοφαντούσε στον Τισσαφέρνη, μην αφήνοντάς τον να τους βοηθάει πρόθυμα, μήτε να καταστρέφει τους Αθηναίους, παρά λέγοντάς του να τους προσφέρει κάποιαν ασήμαντη ενίσχυση, ώστε σιγά σιγά να τους ενοχλεί και να τους φθείρει και τους δυο, για να γίνουν εύκολη λεία στα χέρια του βασιλιά, εξαντλημένοι από τα δικά τους χτυπήματα. Και ο Τισσαφέρνης εύκολα το δεχόταν, και ήταν φανερό πως ήταν ευχαριστημένος μαζί του και τον θαύμαζε» (§25) (μτφ.Μ. Μερακλής) ... «Ο Αλκιβιάδης κατηγορήθηκε...πιο πολύ από τους Λακεδαιμονίους, επειδή δίδαξε στον βάρβαρο τον τρόπο να βάζει τους Έλληνες να αλληλοσφάζονται μεταξύ τους» (§26).
Θουκυδίδης:
«Συμβούλευε τον Τισσαφέρνη να μην βιαστεί πολύ να επιτύχει το τέλος του πολέμου και να μην επιδιώξει να εξασφαλίσει στον έναν από τους εμπολέμους την κυριαρχία και στην στεριά και στη θάλασσα ... Έπρεπε, έλεγε, ν’ αφήσει τους δύο αντιπάλους να διατηρούν ο καθένας την υπεροχή στο στοιχείο του, ώστε να μπορεί ο βασιλεύς [σ.σ. ναι, ο Πέρσης], αν ο ένας από τους δύο γινόταν επικίνδυνος, να καλεί τον άλλον εναντίον του... Θα ήταν πολύ οικονομικότερο και πολύ λιγότερο επικίνδυνο να συμμετέχει με πολύ λίγες δαπάνες στον πόλεμο και ν’ αφήσει τους Έλληνες να καταστραφούν μεταξύ τους ... Συμβούλευε, λοιπόν, τον Τισσαφέρνη να εξαντλήσει τους δύο αντιπάλους και, αφού μειωθεί όσο το δυνατόν περισσότερο η δύναμη της Αθήνας, τότε να στραφεί ο Τισσαφέρνης εναντίων των Πελοποννησίων και να τους διώξει από τα εδάφη του» (Θ, 46, μτφ. Α. Βλάχος, εκδ. Εστία).
Ξενοφών:
«Ο Τισσαφέρνης τον παρακάλεσε [ενν. τον Κύρο] και του υπενθύμισε όσα είχε πράξει ο ίδιος με την προτροπή του Αλκιβιάδη, δηλαδή να φροντίζει να μην υπάρχει κανένας ισχυρός ανάμεσα στους Έλληνες, αλλά να είναι όλοι αδύναμοι, και να εξεγείρονται οι μεν εναντίον των δε» (Ελληνικά, Α, 5, 9, μτφ Α. Παπαγεωργίου).
Γιατί δεν είπες κουβέντα γι΄αυτά βρε Κωστή; Επειδή δεν έχουν σχέση με την κακιά δημοκρατία, αλλά με τους καλούς καγαθούς αρίστους;
Για σύγκρινε τώρα τις μαρτυρίες των αρχαίων ιστορικών με την ατάκα τη δική σου:
«Ο αριστοκράτης εκτός από την ευφυίαν και προπαντός το ήθος του είναι ιδεολόγος που αγωνίζεται για το εθνικό σύνολο» (Δ.Α., σελ.13).
Πόσο μέσα πέφτεις!!!
Βασανισμός Ζ’: Ευνουχισμός (ήτοι ελεήστε τον τρελό):
Απόσπαση ομολογίας: «Κι η ολιγαρχία κι η τυραννία είναι ΕΛ».
Εξαγνισμένος λόγος:
Αι τυραννίαι ωφέλησαν πολύ την Ελλάδα, διότι οι τύραννοι ήσαν πραγματικώς μεγάλοι άνδρες.... Η τυραννία με την έννοια που είχε προ του 5ου π.Χ. αιώνος συνέβαλε αποφασιστικώς στον Αρχαιοελληνικό πολιτισμό. Γι’ αυτό σήμερα όσοι υβρίζουν τους τυράννους δεν τολμούν να αναφέρουν στοιχεία και να μας πουν τι έκαναν υπέρ της Ελλάδος (Δ.Α., σελ. 10-11).
Η δημοκρατία εξυπηρέτει – και εξυπηρετεί – τα ξένα συμφέροντα ενώ αι τυραννίαι ήσαν πατριωτικαί (Δ.Α., σελ. 13).
[Ξαναπές το]: Ο αριστοκράτης εκτός από την ευφυίαν και προπαντός το ήθος του είναι ιδεολόγος που αγωνίζεται για το εθνικό σύνολο (Δ.Α., σελ.13).
Να μη σας κάνη εντύπωσιν, διότι οι δημοκράται προθύμως συνειργάζοντο με τους Πέρσας αν αυτό τους συνέφερε. Αληθώς οι δημοκράται έβαζαν την δημοκρατίαν πάνω από την Ελλάδα (Δ.Α., σελ. 15).
Το Ελληνικόν Έθνος επέζησε και εμεγαλούργησε, επειδή δεν είχε δημοκρατία. Όποιος αμφιβάλει ας ανοίξει ένα βιβλίο ιστορίας, για να δη τι κατώρθωσαν οι Έλληνες, όταν δεν είχαν δημοκρατίαν και τι έπαθαν όταν είχαν (Δ.Α., σελ. 16).
Δαιμονικός αντίλογος:
Το ανοίγω ρε Κώτσο το ριμάδι το βιβλίο ιστορίας. Και δεν ανοίγω κανά ανθελληνικό. Του άριστου και «αντιδημοκράτη» (όπως τον αποκαλείς) Θουκυδίδη ανοίγω, για να σου δώσω και αβαντάζ. Άκου να δεις τι μας λέει φίλε μου για τους τυράννους της Ελλάδας, και μάλιστα αυτούς τους προ του 5ου αι:
«Εξάλλου, οι τύραννοι που κυβερνούσαν στις ελληνικές πολιτείες δεν απόβλεπαν παρά μόνο στα προσωπικά και οικογενειακά τους συμφέροντα και γι’ αυτό κυβερνούσαν πολύ συντηρητικά. Έτσι, τίποτε αξιόλογο δεν έκαναν, εκτός από τοπικούς πολέμους εναντίον των γειτόνων τους» (Θουκυδίδης Α, 17, μτφ Α. Βλάχος).
Δεν μας τα λέει καλά ο Θουκυδίδης, Κώτσο. Κι άντε να πεις ότι ντάξει, κανείς δεν είναι τέλειος, αλλά αναμφισβήτητα ήσαν γνήσιοι πατριώτες, και δεν συνεργάζονταν με Πέρσες και λοιπούς βαρβάρους, σαν τους απαίσιους δημοκράτες. Κι είμαι πρόθυμος να θεωρήσω την περίπτωση του Αλκιβιάδη «μεμονωμένο περιστατικό».
Έλα όμως που ο άτιμος ο Θουκυδίδης έχει κι άλλα βέλη στη φαρέτρα:
«Λίγα χρόνια προτού αρχίσει ο σημερινός πόλεμος [σ.σ. ο Πελοποννησιακός], ο λαός της Επιδάμνου εξόρισε τους ολιγαρχικούς, οι οποίοι ενώθηκαν με τους βαρβάρους και έκαναν ληστρικές επιδρομές εναντίον της πολιτείας και από στεριά και από θάλασσα» (Θουκ., Α, 24, μτφ. Α. Βλάχος).
Ώστε οι αντιδημοκράτες ολίγοι συνεργάζονται με βαρβάρους και κάνουν ληστρικές επιδρομές στην ίδια τους την πατρίδα; Τελικά ποιος μας δουλεύει ρε Κωστή, εσύ ή ο Θουκυδίδης; Ερώτημα, ε;
Άντε όμως, επειδή σε λυπάμαι, να σου δώσω μία ακόμα ευκαιρία, και να ανοίξω κι άλλο βιβλίο ιστορίας. Προσέχω πολύ μην πέσω σε κανέναν ανθέλληνα, γι’ αυτό και ανοίγω τώρα τον επίσης «άριστο» (όπως λες) Ηρόδοτο.
Για πες μας λοιπόν κι εσύ ρε Ηρόδοτε, «τι κατώρθωσαν οι Έλληνες [και συγκεκριμένα οι Αθηναίοι], όταν δεν είχαν δημοκρατίαν και τι έπαθαν όταν είχαν»;
Ηρόδοτος (Ε, 78):
«Η ελευθερία του λόγου είναι πράγμα πολύ σπουδαίο, γιατί οι Αθηναίοι όσο είχαν την τυραννία, δεν ήσαν διόλου καλύτεροι από τους γείτονές τους στα πολεμικά έργα∙ αλλά όταν απελευθερώθηκαν από τους τυράννους, γρήγορα έγιναν πολύ καλύτεροι από τους άλλους (απαλλαχθέντες δε τυράννων μακρώι πρώτοι εγένοντο). Τούτο σημαίνει ότι όσο ήσαν σκλαβωμένοι (κατεχόμενοι), δεν ενδιαφέρονταν να είναι γενναίοι, γιατί μόνον ο αφέντης τους θα ωφελούνταν, ενώ μόλις ελευθερώθηκαν, ο καθένας προσπαθούσε να κάμη ό,τι καλύτερο μπορούσε για τον εαυτό του» (μτφ. Α. Βλάχου, εκδ. Παπαδήμα).
Τι σφαλιάρα ανάστροφη ήταν αυτή ρε Κώτσο από τον αγαπημένο σου Ηρόδοτο; Γιατί λέει τα εντελώς ανάποδα από σένα; Γιατί, ενώ εσύ εξυμνείς την (παλιά καλή) τυραννία και θάβεις τη δημοκρατία, ο Ηρόδοτος κάνει το αντίθετο; Τελικά, ποιος από τους δυο σας άραγε λέει παπαριές; Δύσκολα διλήμματα!
Και πού να στα λέω: Προσπαθώ να κλείσω το στόμα του Θουκυδίδη, αλλά αυτός χτυπιέται και επιμένει να σου διηγηθεί τα ανδραγαθήματα ενός άλλου αριστοκράτη, και μάλιστα αντιβασιλέα, και μάλιστα της «ολοκληρωτικής» (όπως την αποκαλείς με καμάρι) Σπάρτης, και μάλιστα ενός από τους αρχηγέτες των ελληνικών δυνάμεων στον αγώνα κατά των Περσών, και μάλιστα αρχιστράτηγου και ήρωα στη θρυλική μάχη των Πλαταιών, και μάλιστα συγγενή του Λεωνίδα. Με λίγα λόγια, όσο και να ψάξεις, πιο αριστοκράτη δεν θα βρεις! Το όνομα αυτού «Παυσανίας». Συγγνώμη, αλλά δεν μπορώ να τον σταματήσω, ο Θούκυ δεν κρατιέται με τίποτα. Άκου τον λοιπόν (μην ξεχνάς ποτέ τα χάπια):
«Όταν οι Λακεδαιμόνιοι ανακάλεσαν, την πρώτη φορά, τον Σπαρτιάτη Παυσανία από την αρχιστρατηγία του στον Ελλήσποντο, τον δίκασαν και τον αθώωσαν, αλλά δεν του εμπιστεύτηκαν πια επίσημη αποστολή στο εξωτερικό.Εκείνος, όμως, χωρίς την άδεια των Λακεδαιμονίων, πήρε ένα πλοίο από την Ερμιόνη και πήγε στον Ελλήσποντο, τάχα για να πολεμήσει κι εκείνος με τους Έλληνες, αλλά πραγματικά για να συνενοηθεί με τον Βασιλέα [σ.σ. ναι, τον Πέρση] –όπως το είχε κάνει και την πρώτη φορά – φιλοδοξώντας να γίνει ηγεμόνας των Ελλήνων» (Θουκ. Α, 128, μτφ Α. Βλάχος).
Ο Θουκυδίδης θέλει να σου διαβάσει και την αλληλογραφία του Παυσανία με τον Πέρση βασιλιά. Αντέχεις να την ακούσεις;
Επιστολή Παυσανία προς Πέρση Βασιλιά:
«Ο Παυσανίας, ηγεμών της Σπάρτης, επιθυμεί να σ’ ευχαριστήσει και σου παραδίνει τους αιχμαλώτους πολέμου. Σου προτείνω, αν είσαι σύμφωνος, να πάρω γυναίκα την κόρη σου και να υποτάξω στην εξουσία σου την Σπάρτη και την υπόλοιπη Ελλάδα. Νομίζω ότι είμαι σε θέση να το επιτύχω αν συνεννοηθούμε. Αν είσαι σύμφωνος, στείλε στην παραλία έμπιστο άνθρωπό σου με τον οποίο θα συνεννοηθούμε» (Θουκ. Α, 128, μτφ Α. Βλάχος).
Απάντηση Πέρση Βασιλιά προς Παυσανία:
«Ο Βασιλεύς Ξέρξης προς τον Παυσανία. Και η εξυπηρέτηση που μου έκανες, στέλνοντάς μου τους αιχμαλώτους του Βυζαντίου πέρα από την θάλασσα, θα μείνει για πάντα γραμμένη σαν ευεργεσία στα κατάστιχα του οίκου μου και οι προτάσεις σου μου αρέσουν. Ούτε η μέρα ούτε η νύχτα δεν πρέπει να σου είναι εμπόδιο για να εργάζεσαι δραστήρια, ώστε να εκτελέσεις τα όσα μου υπόσχεσαι. Καμιά δαπάνη σε χρυσό και ασήμι δεν πρέπει να θεωρείς εμπόδιο ούτε την ανάγκη όσου στρατού, όπου και αν τον χρειαστείς. Συνεργάσου, έχοντας απόλυτη εμπιστοσύνη, με τον Αρτάβαζο που σου έστειλα, ώστε να εκπληρωθούν οι κοινοί μας σκοποί κατά τον καλύτερο κ’ ενδοξότερο τρόπο» (Θουκ. Α, 129, μτφ Α. Βλάχος).
Ποια πιστεύεις ότι ήταν η αντίδραση του γαλαζοαίματου και Σπαρτιάτου ενδόξου Παυσανία; Για άκου:
«Όταν έλαβε το γράμμα, αυτό, ο Παυσανίας, που είχε μεγάλο όνομα μεταξύ των Ελλήνων από την αρχιστρατηγία του στην Πλάταια, ένιωσε μεγάλη έπαρση και δεν ήθελε πια να ζει με τον απλό τρόπο των συμπατριωτών του. Έβγαινε από το Βυζάντιο στολισμένος σαν Μήδος, περιόδευε στην Θράκη έχοντας Μήδους κι Αιγυπτίους σωματοφύλακες κ’ έδινε γεύματα κατά τον μηδικό τρόπο» (Θουκ. Α, 130, μτφ Α. Βλάχος).
Θα μου πεις πως τελικά τον σκότωσαν οι Σπαρτιάτες. Θα στο πω, Κώτσο μου, αλλά τι να το κάνω όταν εσύ λες:
«Ο αριστοκράτης εκτός από την ευφυίαν και προπαντός το ήθος του είναι ιδεολόγος που αγωνίζεται για το εθνικό σύνολο».
Χαχαχα, πες μας κι άλλα!
«Οι Σπαρτιάται επεθύμουν να μη αναμειγνύονται με ξένους» (Πας μη Έλλην Βάρβαρος, σελ. 44).
Προπάντων οι αριστοκράτες τους! Πες μας κι άλλα!
«Να μη σας κάνη εντύπωσιν, διότι οι δημοκράται προθύμως συνειργάζοντο με τους Πέρσας αν αυτό τους συνέφερε. Αληθώς οι δημοκράται έβαζαν την δημοκρατίαν πάνω από την Ελλάδα».
Χαχαχα, βρε λες ο Παυσανίας να ήταν.... κρυφοδημοκράτης; Δεν εξηγείται αλλιώς.
Τώρα όμως ζήλεψε κι ο Ηρόδοτος, και θέλει κι αυτός να σου διηγηθεί την ιστορία ενός άλλου αριστοκράτη, της γενιάς των τυράννων Πεισιστρατιδών (που εσύ καμαρώνεις), του «αρίστου» Ιππία.
Προτού όμως μιλήσει ο Ηρόδοτος, θέλω να μου πεις Κώτσο την προσωπική σου άποψη για τον Ιππία. Κατά τη γνώμη σου, ήταν καλός, ή ήταν μαλάκας;
«Ο Ιππίας ήτο εξαιρετική προσωπικότης. Κατά τον Σιμωνίδην υπήρξε ο άριστος των Ελλήνων της εποχής του» (Δ.Α., σελ. 179).
Μάλιστα. Για να δούμε πώς έχουν τα πράγματα.
Τον Ιππία λοιπόν, τον εξόρισαν οι «πανάθλιοι» (όπως τους λες) δημοκρατικοί της Αθήνας, με τη βοήθεια των Λακεδαιμονίων. Κι οι Λακεδαιμόνιοι έδιωξαν τους τυράννους από την Αθήνα όχι όμως, ω μέγα αναλυτή Κώτσο, για τους λόγους που εσύ λες, δηλαδή αυτούς:
«[Οι Λακεδαιμόνιοι] δεν ενδιαφέροντο για την δημοκρατίαν αλλά ήθελαν να έχη δημοκρατία η Αθήνα, για να είναι ασθενής σαν κράτος, ώστε αν χρειασθή να μπορέσουν να τη κυριεύσουν, όπως και συνέβη» (Δ.Α., σελ. 175).
Δυστυχώς για σένα, παραχαράκτη της κακιάς ώρας, ο Ηρόδοτος μας δίνει την εντελώς αντίστροφη εικόνα:
«Όταν οι Λακεδαιμόνιοι ... έβλεπαν ν’ αυξάνεται η δύναμη των Αθηναίων που δεν έδειχναν καμιά διάθεση να τους υπακούσουν, κατάλαβαν ότι αν οι άνθρωποι αυτοί της Αττικής ήσαν ελεύθεροι, γρήγορα θα γίνονταν ισόπαλοί τους∙ ενώ αν ήσαν υποταγμένοι σε τυραννίδα, θα έμεναν αδύνατοι και πειθαρχικοί» (Ηρόδοτος, Ε, 91, μτφ Α. Βλάχου).
Οι Λακεδαιμόνιοι δηλαδή μετάνιωσαν που βοήθησαν τους Αθηναίους να διώξουν τον Ιππία, γι’ αυτό και σκέφτηκαν να τον φωνάξουν και να τον στείλουν πίσω, μιας και ο Ιππίας θα ήταν το δικό τους μούτρο.
Κι όπως παραδέχτηκαν οι ίδιοι Λακεδαιμόνιοι στους συμμάχους τους, «κάναμε λάθος ... διώξαμε από την πατρίδα τους ανθρώπους με τους οποίους είχαμε στενούς δεσμούς φιλίας και μας εξασφάλιζαν την υπακοή των Αθηναίων ... Αφού με τις πράξεις μας εκείνες εσφάλαμε, τώρα θα προσπαθήσωμε μαζί μ’ εσάς να τους εκδικηθούμε. Και γι’ αυτόν τον λόγο καλέσαμε τον Ιππία, που βρίσκεται εδώ και σας φωνάξαμε κι εσάς από τις πολιτείες σας, ώστε με κοινή απόφαση και με κοινή εκστρατεία να τον επαναφέρωμε στην Αθήνα και να του αποδώσωμε τα όσα του αφαιρέσαμε» (Ηρόδοτος, οπ.π.).
Τελικά, δυστυχώς για τον Ιππία και τους ίδιους, δεν πέτυχαν την παλινόρθωση, κι οι παλιοδημοκράτες Αθηναίοι χάσαν την ευκαιρία να τους εξουσιάσει ένας «άριστος».
Αλλά ας μη σου βάζω δύσκολα, Κωνσταντή. Ας εμμείνουμε στην άποψή σου: «Ο Ιππίας ήτο εξαιρετική προσωπικότης».
Ο λόγος και πάλι στον Ηρόδοτο (Ε, 96):
«Ο Ιππίας, όταν έφτασε από την Λακεδαίμονα στην Ασία, άρχισε να συκοφαντεί τους Αθηναίους στον Αρταφέρνη και κινούσε τα πάντα ώστε οι Αθηναίοι να ξαναβρεθούν στην εξουσία του και να γίνουν υπήκοοι του Δαρείου.... Ο Αρταφέρνης τους διέταξε [σ.σ.τους Αθηναίους] να δεχτούν πίσω τον Ιππία, αν ήθελαν να σωθούν. Οι Αθηναίοι δεν το δέχτηκαν κι αποφάσισαν να γίνουν φανερά εχθροί των Περσών» (μτφ Α. Βλάχου).
Απίστευτο Κώστα μου, απίστευτο! Oh my God!
Εσύ να μας λες ότι οι δημοκράτες προδίδαν την πατρίδα τους στους Πέρσες, ενώ οι αριστοκράτες την τιμούσαν. Κι επιπλέον να επιμένεις ότι οι Αθηναίοι ήθελαν πίσω τους Πεισιστρατίδες (Δ.Α., σελ. 180).
Κι ο Ηρόδοτος να μας επιβεβαιώνει το αντίθετο: Ένας ακόμα αριστοκράτης έγλειφε τον κώλο των Περσών, και ξεπουλούσε την πατρίδα του για λίγη εξουσία, ενώ (αν είναι δυνατόν!) οι δημοκράτες γράφαν στις αρχιδάρες τους τις διαταγές του Πέρση (και του «άριστου» τσιρακιού του), και προτιμούσαν να πεθάνουν, παρά να υπακούσουν τις διαταγές του Δαρείου και να φέρουν πίσω τον «αριστοκράτη» τους.
Πέφτω από τα σύννεφα λέμε! Για ντόπαρέ με με λίγο απόσταγμα σοφίας σου:
«Το πνεύμα και το ήθος ή η αρετή για να μεταχειρισθώ αυτή την μεγίστην λέξιν ανήκε μόνον στην αριστοκρατίαν» (Δ.Α., σελ. 14).
Δεν παίζεσαι Κώτσο μου! Σε παρακολουθούσα στις τελευταίες σελίδες της εξαγνισμένης σου ιστορίας: Ανάμεσα σε ένα παραλήρημα μπουρδολογίας με κίναιδους και Εβραίους, γλείφεις, γλείφεις, γλείφεις τον Ιππία και το καθεστώς του, και δε βγάζεις κιχ για την κατάληξή του στην αυλή των Περσών. Κι ενώ οι περιγραφές σου εμπνέονται από τις παραγράφους 58-60 του 6ου βιβλίου του Θουκυδίδη, σου διέφυγε πάλι μια μικρή λεπτομέρεια:
«[Ο Ιππίας] πήγε στον βασιλέα Δαρείο από όπου, 20 χρόνια αργότερα, γέρος πια, ακολούθησε τους Μήδους στον Μαραθώνα» (Θουκυδίδης, Ζ, 59, μτφ. Α. Βλάχου).
Ο Ηρόδοτος, πάλι, το λέει πιο «άκομψα»:
«Ο Ιππίας οδηγούσε τους βαρβάρους στο Μαραθώνα» (ΣΤ, 107).
Βασανισμός Η’: Σταύρωμα (ήτοι μας αποτέλειωσες):
Απόσπαση ομολογίας: «Ολόκληρη η ιστορία είναι ΕΛ».
Εξαγνισμένος λόγος:
Το πνεύμα και το ήθος ή η αρετή για να μεταχειρισθώ αυτή την μεγίστην λέξιν ανήκε μόνον στην αριστοκρατίαν.Αι μάζαι υπό δημοκρατίαν τι επέτυχαν; Τίποτε, ενώ αι μάζαι υπό αριστοκρατίαν κατόρθωσαν άφθαστα επιτεύγματα π.χ. διά του Αλεξάνδρου την Ελληνικήν κοσμοκρατορίαν. Θα πει κανείς και η ελευθερία; Άλλο και τούτο! Η ελευθερία υπεστηρίζετο κατά τον ενδοξώτερο τρόπο από την αριστοκρατίαν κι όχι από την δημοκρατίαν (Δ.Α., σελ. 14).
Δαιμονικός αντίλογος:
Κανείς δεν θα μπορούσε να αντικρούσει καθαρότερα αυτές τις χαζομάρες από τον ίδιο τον Θουκυδίδη και τον Ηρόδοτο, όπως φάνηκε ήδη και πιο πάνω. Ας προσθέσω μόνο δυο τελευταίες πινελιές:
Την πρώτη πινελιά θα τη δώσει ο Ηρόδοτος.
Για να βοηθήσουμε τον Κώτσο, θα αντιτάξουμε απέναντι στους παλιοδημοκράτες Αθηναίους το ιερό τέρας της αριστοκρατίας: τη Μακεδονική Δυναστεία!
Θα εξετάσουμε, όταν οι Πέρσες ζητούσαν από τους Έλληνες (και ιδιαίτερα από τους Αθηναίους) υποταγή, ποια στάση κράτησε ο αριστοκράτης (= πατριώτης) βασιλεύς των Μακεδόνων Αλέξανδρος (προκάτοχος του θρόνου και συνονόματος του γνωστού Μεγαλέκου), και ποια στάση κράτησαν οι δημοκράτες (= προδότες του Έθνους) Αθηναίοι. Και θα συγκρίνουμε και θα δοξάσουμε τον πατριωτισμό των αριστοκρατών, και θα καταγγείλουμε την προδοσία της δημοκρατίας.
Ο λόγος στον Ηρόδοτο και μόνο στον Ηρόδοτο (Η, 136-144). Για οικονομία, θα παραθέσω μόνο τα βασικά. Κι όποιος πλευρόφιλος πει ότι παρουσιάζω αποσπασματικά την αλήθεια, ας πάρει το χέρι από το τσουτσουνάκι του κι ας ανοίξει το ίδιο το βιβλίο, να διαβάσει ολόκληρο το κείμενο:
«Όταν ο Μαρδόνιος διάβασε αυτά που του έλεγαν οι χρησμοί, έστειλε στην Αθήνα απεσταλμένο τον Αλέξανδρο, γιο του Αμύντα από τη Μακεδονία, επειδή είχε συγγενέψει με Πέρσες (την αδελφή του Αλεξάνδρου Γυγαία, κόρη του Αμύντα, την είχε πάρει ο Πέρσης Βουβάρης)» (§ 136) (μτφ. Α. Βλάχου, καθώς και τα παρακάτω).
.....
Κι όταν, Κώτσο μου, ο γαλαζοαίματος Αλέξανδρος έφτασε στην Αθήνα, όπου τον είχε στείλει ο Μαρδόνιος, είπε μεταξύ άλλων τα ακόλουθα πατριωτικά-αριστοκρατικά λόγια στους κωλοδημοκράτες:
«...Αυτό, Αθηναίοι, είναι το μήνυμα που έλαβα και πρέπει να συμμορφωθώ, αν δεν βρω αντίρρηση από μέρους σας. Και σας λέω τώρα. Ποια τρέλα σας έχει πιάσει να είστε σε πόλεμο με τον βασιλιά; Δεν είσαστε σε θέση να τον νικήσετε ούτε μπορείτε να αντέξετε πολύν καιρό. Είδατε το πλήθος του στρατού του Ξέρξη και τα έργα του, ξέρετε και πόσες δυνάμεις έχω εγώ τώρα μαζί μου [σ.σ. Ουπς! Τι έμμεση απειλή ήταν αυτή;;;]. ...... Συμβιβαστείτε λοιπόν. Σας παρέχεται η ευκαιρία να το κάνετε με τους καλύτερους όρους, αφού ο βασιλιάς το προτείνει. .... Αυτά, Αθηναίοι, μου έδωσε εντολή ο Μαρδόνιος να σας πω. .... σας συμβουλεύω να πεισθήτε σε όσα σας λέει ο Μαρδόνιος, γιατί βλέπω πως δεν μπορείτε να βρίσκεστε συνεχώς σε πόλεμο με τον Ξέρξη» (§ 140).
Κι απέναντι σ’ αυτά τα γεμάτα πατριωτισμό λόγια του αρίστου Μακεδόνα, οι βρωμοδημοκράτες ( = προδότες του Έθνους) Αθηναίοι είχαν το θράσος να απαντήσουν:
«Και εμείς ξέρουμε ότι οι δυνάμεις του Μήδου είναι πολύ μεγαλύτερες από τις δικές μας και δεν χρειάζεται γι’ αυτό να μας απειλής. Αλλά αγαπούμε τόσο πολύ την ελευθερία, ώστε θα αμυνθούμε όσο μπορούμε. Όσο για να συμβιβαστούμε με τον βάρβαρο, ούτε συ να προσπαθήσης να μας πείσης, αλλά ούτε και εμείς θα πεισθούμε. Και τώρα πήγαινε πες στον Μαρδόνιο πως οι Αθηναίοι του λένε ότι όσο ο ήλιος θα ακολουθή την ίδια πορεία που ακολουθεί σήμερα, ποτέ δεν θα μιλήσωμε την ίδια γλώσσα με τον Ξέρξη .... Κι εσύ από δω κι εμπρός, αν έχης τέτοιες προτάσεις, μην παρουσιαστής μπροστά στους Αθηναίους και μη νομίζης ότι προσφέρεις καλές υπηρεσίες όταν έρχεσαι να κάνης ατιμωτικές προτάσεις» (§ 143).
Βλαμμένοι οπαδοί και συμπαθούντες του Pleurius, πατριδοκάπηλοι με μυαλό στρουθοκαμήλου, ανοίχτε τα στραβά σας και συγκρίνετε το παραπάνω ήθος δύο διακριτών πολιτευμάτων, με τις αρλούμπες του «Δασκάλου» σας:
«Η ελευθερία υπεστηρίζετο κατά τον ενδοξώτερο τρόπο από την αριστοκρατίαν κι όχι από την δημοκρατίαν» (Δ.Α., σελ. 14).
Κι αναρωτηθείτε πόσο ζώα, ή πόσο αφελή θύματα είστε και εμπιστεύεστε έναν γεροπαράφρονα!!!
Κι αν εγώ σας βρίζω και σας χλευάζω, οι Αθηναίοι δημοκράτες όμως δεν σας κρατούν κακία, γι’ αυτό και μου ζήτησαν να σας μεταφέρω εκ μέρους των, την παρακάτω διαβεβαίωση:
«Είναι άδικο να έρχεστε εδώ με φόβο για το φρόνημα των Αθηναίων, αφού ξέρετε ότι ούτε χρυσάφι υπάρχει πουθενά στην γη τόσο πολύ, ούτε τόπος ανώτερος από τον δικόν μας σε κάλλος και αρετή, ώστε να τα δεχτούμε και να θελήσωμε, μηδίζοντας, να υποδουλώσωμε την Ελλάδα ... Μάθετε, λοιπόν, τα εξής, αν δεν το ξέρατε πριν, ότι έστω και ένας μόνο Αθηναίος να μείνη, ποτέ δεν θα συμβιβαστή με τον Ξέρξη» (§ 144).
Όσο για τον βασιλιά Αλέξανδρο, θυμήθηκε τον πατριωτισμό του παραμονές της μάχης των Πλαταιών. Αφού έβλεπε ήδη να επικρατεί σχετική ανασφάλεια στο στρατόπεδο των Περσών (στο οποίο ανήκε) και προβλήματα ανεφοδιασμού, πήγε κρυφά στο στρατόπεδο των Αθηναίων και τους φανέρωσε την μέρα που οι Πέρσες θα τους επιτίθονταν. Και ζήτησε να μη μαθευτεί παραέξω αυτή η συνάντηση (Θ, 45). [σ.σ. Άσχετο, αλλά το συγκεκριμένο χωρίο προσφέρει ένα ισχυρό επιχείρημα για την ελληνικότητα των Μακεδόνων.].
Ξύπνιος ο βασιλιάς: Αν κέρδιζαν οι Πέρσες, θα παρέμενε πιστός τους σύμμαχος. Αν κέρδιζαν οι Έλληνες, θα τους θύμιζε την ευεργεσία του, και θα του είχαν υποχρέωση. Μονά-ζυγά δικά του!
Όσο για τους βασιλιάδες (= αριστοκράτες με ήθος) των άλλων ελληνικών πόλεων; Δεν φαντάζεσαι πόσο θέλαν να υποδουλωθεί η Ελλάδα στους Πέρσες:
«Έφτασαν πρώτα πρώτα αγγελιαφόροι από την Θεσσαλία σταλμένοι από τους Αλευάδες που του ζητούσαν επίμονα [σ.σ. ναι, του Ξέρξη] να επέμβη στην Ελλάδα (οι Αλευάδες αυτοί ήσαν Θεσσαλοί βασιλείς), ύστερα και οι Πεισιστρατίδες [ναι Κώτσο μου, αυτοί που θαυμάζεις!], όσοι βρίσκονταν στα Σούσα, του έλεγαν τα ίδια με τα όσα του έλεγαν οι Αλευάδες» (Ηρόδοτος, Ζ, 6, μτφ. Α. Βλάχου).
Απίστευτο, έτσι; Ο Ξέρξης στην αρχή να έχει δισταγμούς για την εκστρατεία κατά της Ελλάδος, και τελικά να τον πείθουν οι Έλληνες αριστοκράτες!!!
Ξαναπές μου τις μπούρδες σου, θέλω να τ’ακούω:
«Η ελευθερία υπεστηρίζετο κατά τον ενδοξώτερο τρόπο από την αριστοκρατίαν κι όχι από την δημοκρατίαν» (Δ.Α., σελ. 14).
«Ο αριστοκράτης εκτός από την ευφυίαν και προπαντός το ήθος του είναι ιδεολόγος που αγωνίζεται για το εθνικό σύνολο (Δ.Α., σελ.13).»
Τη δεύτερη πινελιά θα τη δώσει ο Θουκυδίδης:
Προς τα τέλη του Πελ. πολέμου, όταν ο (πάντα άριστος) εξόριστος Αλκιβιάδης ζητούσε ανατροπή της δημοκρατίας, επιβολή των ολιγαρχικών, και συνεργασία με τον (μισέλληνα) Τισσαφέρνη, ως προϋποθέσεις να επιστρέψει στην Αθήνα, ο Θουκυδίδης αντιπαραβάλλει τον αντίλογο του Φρυνίχου. Ο Φρύνιχος λοιπόν, αντέκρουσε τους όρους του Αλκιβιάδη, μεταξύ άλλων λέγοντας:
«Οι συμμαχικές πολιτείες δεν θα πίστευαν ότι οι καλοί και σπουδαίοι Αθηναίοι πολίτες θα τους δημιουργούσαν λιγότερα κακά από ό,τι τους δημιουργούσε η δημοκρατική Αθήνα, αφού αυτοί οι ίδιοι οι λίγοι ήσαν οι εμπνευστές και εισηγητές των κακών που έκανε η δημοκρατία, από τα οποία αυτοί προσπορίζονταν τα περισσότερα οφέλη. Αν λοιπόν, τους εμπιστεύονταν την εξουσία, τότε θα επικρατούσε η βία και οι αυθαίρετες εκτελέσεις, ενώ η δημοκρατία ήταν το καταφύγιο των πολιτών και ο χαλινός των ολιγαρχικών» (Θουκυδίδης, Θ,48, μτφ. Α. Βλάχου).
Τι αποκαλύψεις – βόμβα είναι αυτές ρε Κωστή; Ο Θουκυδίδης, διά στόματος Φρυνίχου, αποδίδει τα κακά της δημοκρατίας στους λίγους, στους ολιγαρχικούς, και , σε αντίθεση με σένα, μας λέει ότι δημαγωγοί και ολιγαρχικοί ήταν στην ουσία η ίδια κωλοφάρα.
Και το πιο φοβερό, η βία και οι εκτελέσεις (που οργίασαν με τους Τριάκοντα που εσύ τους θαυμάζεις, γελοίο ανθρωπάκι), είναι κυρίως δουλειά των ολίγων, ενώ –άκουσον άκουσον – το χαλινάρι που συγκρατεί (έστω και λίγο) τη βία και την αυθαιρεσία είναι η δημοκρατία.
Βλέποντας ξεκάθαρα ότι οι απόψεις οι δικές σου είναι διαμετρικά αντίθετες με του Ηροδότου και του Θουκυδίδη, θα ισχύει μόνο ένα από τα δύο:
Ή οι Θουκυδίδης και Ηρόδοτος είναι άσχετοι και ανθέλληνες, ή εσύ, Κώτσο, κερδίζεις επάξια το νόμπελ ψευτιάς κι ηλιθιότητας.
Τι από δύο ισχύει τελικά, Κώτσο; Τι;
Καραγκιόζη της ελληνικής γραμματείας, φασιστόμουτρο της κακιάς ώρας, αποτυχημένε προπαγανδιστή, αιωνίως μεταξεταστέε στην ιστορία, αριστοκράτη της πορδής ..... ..... .. .
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
Μ’ αυτούς τους αισχρούς και απαράδεκτους χαρακτηρισμούς, βρυχήθηκε κι εξαφανίστηκε από το δωμάτιο εξαγνισμού ο φρικτός Δαίμονας, ενώ εγώ ήμουν συγκλονισμένος και έτρεμα από τούτες τις άδικες ύβρεις προς το ιερό πρόσωπο του Δασκάλου μου.
«Πάει κι αυτό», είπε εκείνος με την αταραξία του έμπειρου ιεροεξεταστή, που ξεμπέρδεψε στο άψε σβήσε από έναν ακόμα εξαγνισμό ρουτίνας. «Ώρα να καταγράψωμεν τας ιεράς ομολογίας αυτής της πόρνης, της Αρχαίας Ελληνικής Ιστορίας. Εγώ θα σου υπαγορεύω, κι εσύ θα γράφεις».
Κι έτσι δημιουργήθηκε το μέγα πόνημα, «ο Διωγμός των Αρίστων», λαμπρό μνημείο αγχίνοιας και πολιτισμού.
Και τότε, αφού ολοκληρώθηκε το γράψιμο, ακολούθησε ένας εποικοδομητικός διάλογος με μένα και τον Δάσκαλο, με ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις, που δόξασαν για άλλη μια φορά το άριστο μυαλό του. Δυστυχώς όμως, δεν κατέληξε όμορφα όπως άρχισε, αλλά τελείωσε με τον κακό Δαίμονα να κυριεύει και το δικό μου μυαλό, κι αφού το πήγε σε θολοκουλτούρικα μονοπάτια, τελικά χρησιμοποίησε τη φωνή μου για να υβρίσει το Δάσκαλο, κι έτσι να στιγματιστώ ως «γραικύλος».
Ω Ύψιστε, θυμάμαι σαν τώρα τον τόσο όμορφο κατα τ’άλλα διάλογο, που κατέληξε στην καταδίκη της ύπαρξής μου:
- Δάσκαλε, γιατί να μην καταγράψουμε, εκτός από τις ιερές ομολογίες της Ιστορίας, και τους αντιλόγους του Δαίμονα;
- Διότι είναι ανωφελείς και βλάσφημοι. Και εκτός τούτου δεν εξυψώνουν το πατριωτικόν φρόνημα.
- Μα Δάσκαλε, εφόσον το δίκαιο και η αλήθεια είναι με το μέρος μας, δεν έχουμε να φοβηθούμε τίποτα. Κι από την άλλη, θα είναι καλό για τους αναγνώστες μας να γνωρίζουν τα προδοτικά επιχειρήματα του Δαίμονα, ώστε να διακρίνουν αυτόν που τα επικαλείται, και να τον κατατάσσουν εύκολα στους ανθέλληνες και προδότες της φυλής μας.
Και τότε ο Δάσκαλος γέλασε και μου είπε:
-Είσαι αγαθός, και δεν γνωρίζεις ούτε το ποιόν του ποιμνίου που θα μας διαβάσει, αλλά ούτε και την μέθοδον διά να το προστατέψωμεν από δαιμονικάς-αντιπατριωτικάς σκέψεις. Πρόσεξε να δεις. Ο περισσότερος κόσμος δεν έχει το υπόβαθρον, ή τον ελεύθερον χρόνον, ή την όρεξιν να εξακριβώσει διά κάθε λεπτομέρεια τι είναι αληθές ή ψευδές. Διότι, καθώς λέγει και ο Θουκυδίδης, «τέτοια είναι η αδιαφορία των πολλών, που δεν κοπιάζουν να εξακριβώσουν την αλήθεια, αλλά προτιμούν τα έτοιμα σχήματα». Κατά κανόναν λοιπόν ο μέσος αναγνώστης θα σχηματίσει μίαν γενικήν εντύπωσιν. Εάν του προσεφέραμεν το ολέθριον προνόμιον να μολυνθεί από τον αντίλογον του δαίμονος, η πατριωτική-αντιδημοκρατική θέρμη την οποίαν έχομεν χρέος να του ενσταλάξωμεν, θα ατονούσε.
»Αντιθέτως, εάν τον σφυροκοπώμεν διαρκώς με πατριωτικάς λεπτομερείας, δίχως καμίαν δαιμονικήν αμφισβήτησιν, τότε, ακόμα κι αν δεν τον κάνωμεν τυφλόν οπαδόν μας, θα τον έχομεν φέρει πάντως ένα βήμα πλησιέστερον. Φαντάσου το ωσάν πληθώρα μελισσών να αφήνουν η καθεμία το κεντρί της εις έναν άνθρωπον. Όσα τσιμπίματα και να ανθέξει ο οργανισμός του, κάποια θα μείνουν να αφήσουν το φαρμάκι τους. Βέβαια αι ιδέαι μας δεν είναι φαρμάκι, αλλά φάρμακον ωφελιμότατον.
-Δυσκολεύομαι να πιστέψω την αποτελεσματικότητα αυτής της μεθόδου, του είπα, ενώ έξυνα το κεφάλι μου. Γιατί κάποιοι μένουν αμετανόητοι, και κάποιοι άλλοι προσυλητίζονται;
-Άκου να μαθαίνεις νέε μου. Ο κάθε άνθρωπος έχει φτιάξει διά τον εαυτόν του ένα σύστημα αξιών, το οποίον αποτελεί και οδηγόν διά την ζωήν και τας επιλογάς του. Χονδρικά μιλώντας, το σύστημα αυτό διαιρείται σε δύο πίνακες: Εις τον έναν πίνακα βρίσκονται αι λέξεις εις τας οποίας ο φορέας δίδει θετικόν νόημα, δηλαδή ασπάζεται, επιδιώκει ή θαυμάζει, επί παραδείγματι υγεία, ευτυχία κλπ. Εις τον δεύτερον πίνακα βρίσκονται αι λέξεις που δίδει αρνητικόν νόημα, επειδή αποστρέφεται ή φοβάται, επί παραδείγματι αρρώστια, πείνα. Αυταί βεβαίως είναι αξιολογήσεις αποδεκταί από όλους.
»Υπάρχουν όμως και λέξεις, αι οποίαι δι’ άλλους έχουν θετικόν, και δι’ άλλους αρνητικόν νόημα. Ας πάρωμεν την ακραίαν περίπτωσιν ενός αναρχοαποβράσματος. Σε πολύ γενικάς γραμμάς, το σύστημα αξιών του έχει ως εξής:
Θετικαί: αναρχία, αντιεξουσιασμός, διεθνισμός, ισότητα κλπ..
Αρνητικαί: αριστοκρατία/ολιγαρχία, εθνικισμός, ανισότητα, φυλετική υπεροχή κλπ.
Όπως βλέπεις, τόσον αυτός, όσον και ημείς, έχομεν την ιδία ομαδοποίησιν, μόνον που ημείς αντιστρέφομεν την αξιολόγησιν (θετικαί/αρνητικαί). Ο προσυλητισμός ενός τέτοιου ατόμου, χωρίς να αποκλείεται, είναι μάλλον απίθανος, διότι είναι δύσκολον να βρούμε κοινάς λέξεις-κλειδιά, εις τας οποίας δίδομεν το ίδιον αξιολογικόν πρόσημον, κι έτσι δεν ευρίσκομεν κάποιο κοινόν σημείο αναφοράς διά την αγαθήν προπαγάνδα μας. Εφόσον λοιπόν εις την περίπτωσίν του δεν υπάρχουσι πολλαί πιθανότηται προσυλητισμού, και άρα ελπίδαι να γίνει πειθήνιον όργανόν μας, τον απορρίπτομεν, τον περιθωριοποιούμεν, και αναμένομεν την ευκαιρίαν να τον εξοντώσομεν βιολογικώς, ή έστω κοινωνικοπολιτικώς.
Διά την πλειοψηφίαν, πάντως, των ανθρώπων, έχομεν εις τας χείρας μας έναν δούρειον ίππον: τους Αρχαίους Έλληνας. Διότι σχεδόν πάντες αξιολογούμεν θετικώς ονόματα όπως Λεωνίδας, Περικλής, Πλάτων, Αριστοτέλης κλπ. Η διαφορά είναι ότι η πλειοψηφία της μάζης, εν αντιθέσει με ημάς, πιστεύει εις την δημοκρατίαν, και μισεί την ολιγαρχίαν. Ακολουθεί δηλαδή τον κάτωθι πίνακα λέξεων:
Θετικαί: Περικλής, Πλάτων, Αριστοτέλης, πολιτισμός, τέχνες, δημοκρατία.
Αρνητικαί: βάρβαροι, προδόται, εχθροί, παρακμή, ολιγαρχία.
Εις τας περιπτώσεις αυτάς το έργον μας είναι σχετικώς εύκολον, διότι δεν ζητώμεν ριζικήν «μεταξίωσιν των αξιών» από τον δέκτην μας, παρά αλλαγήν θέσης μόνον των λέξεων δημοκρατία/ολιγαρχία. Και αυτό θα το επιτύχομεν, αν συνδέσωμεν αιτιακώς τας θετικάς (κατά τον δέκτη) εννοίας με την ολιγαρχίαν, και τας αρνητικάς με την δημοκρατίαν.
Δηλαδή:
Εάν ολιγαρχία, τότε πολιτισμός, τέχνες, ηρωικά κατορθώματα, Περικλής, Δημοσθένης κλπ.
Εάν δημοκρατία, τότε εγκλήματα, διωγμοί, βαρβαρότητα, κλπ.
-Κι είναι εύκολο, ρώτησα τον Δάσκαλο, να γίνει στο μυαλό του αναγνώστη τέτοια σύνδεση;
-Αρκετά εύκολον, απάντησε ο Δάσκαλος. Ό,τι θέλωμεν μπορούμε να κάνωμεν και να αποδείξωμεν εις τους περισσοτέρους. Διότι, καθώς προείπομεν, ποντάρωμεν εις το ότι οι περισσότεροι έχουσι μίαν ασαφή σύνδεσιν εις το μυαλόν των της έννοιας π.χ. πολιτισμός με την δημοκρατίαν.
Η «αριστοκρατικήν μέθοδός» μας είναι να δημιουργήσωμεν εις το μυαλόν του συνδέσμους που θα ενώνουν την δημοκρατίαν με ό,τι αποστρέφεται, και την ολιγαρχίαν με ό,τι αγαπά. Το πείραμα με τον σκύλο του Παυλόφ, προσαρμοσμένο στην υπηρεσία των πατριωτικών ιδανικών!
Αρκεί να αποσπάσωμεν και να φωτίσωμεν (υπό του εθνικιστικού φωτός) παραθέματα από συγγραφείς που εμπιστεύεται, με τέτοιον τρόπο, ώστε να παραδεχθεί εις το τέλος ότι, πρόσωπα που εκτιμά (επί παραδείγματι Θουκυδίδης, Περικλής, Δημοσθένης κλπ.) υποστηρίζουσι κάτι το οποίον αυτός αποστρέφεται, δηλαδή την αριστοκρατίαν και τα απολυταρχικά πολιτεύματα. Και τελικώς θα τον εφέρομεν εις το δίλλημα να πρέπει να απορρίψει ή τους αρχαίους του προγόνους, οίτινες είναι σύμβολα παγκοσμίου αίγλης, ή την δημοκρατίαν, διά τας λειτουργίας της οποίας άλλωστε δεν γνωρίζει και πολλά, και μάλιστα στη σημερινή κατάστασιν συνδέει την λέξη «δημοκρατία» με ένα πολίτευμα, το οποίον τον ωθεί εις την φτώχεια και την ανέχεια, και το οποίον (μεταξύ μας!) δεν έχει και μεγάλην σχέσι με την έννοια της δημοκρατίας.
Διά τους περισοτέρους ανθρώπους, η αποσπασματική παράθεση ορισμένων χωρίων με πατριωτικόν τρόπον, είναι επαρκής «απόδειξις» διά να κλονιστεί η πίστη των. Κι ημείς, έχομεν την μέθοδον να κάνωμεν ό,τι θέλωμεν με όποιον θέλωμεν. Διότι έχω το χάρισμα του Θεού, να εξαγνίζω και να κάμω άριστον ακόμα και τον χειρότερον εχθρόν της αριστοκρατίας.
Και θα στο αποδείξω αμέσως. Φέρε μου έναν άνθρωπο, που κατά την γνώμην σου είναι το εντελώς αντίθετο του ολιγαρχικού, και ορκισμένος εχθρός της αριστοκρατίας. Σκέψου ό,τι πιο δύσκολον κατά την γνώμη σου υπάρχει, και να δεις πώς εγώ θα στον μεταμορφώσω».
Κι εγώ, αφού σκέφτηκα λίγο, χαμογέλασα σχεδόν χαιρέκακα που θα έφερνα (όπως νόμιζα) σε δύσκολη θέση τον Δάσκαλο, και του είπα:
- Καρλ Μαρξ!
- Πανεύκολον, απάντησε με ψυχραιμία εκείνος. Δώσε την προσοχήν σου:
Ο Μαρξ, αντιθέτως με όσα ψεύδη διδάσκουν εις τα πανεπιστήμια οι αναρχοσυμμορίται καθηγητάδες, ήτο φύσις αριστοκρατική και βαθυτάτως αντιδημοκρατική. Ωσάν κάθε γνήσιον αριστοκράτην, ηγάπα το πνεύμα και την μόρφωσιν, ενώ εσιχαίνετο το λαό, τη μάζα. Όπως μας λέγει και ο βιογράφος του Isaiah Berlin, «ήταν εκ φύσεως θεωρητικός και διανοούμενος και ενστικτωδώς απέφευγε την άμεση επαφή με τις μάζες» (Καρλ Μαρξ, εκδ. Scripta, σελ. 26).
Η βαθυτάτη περιφρόνησις ενός υπερέχοντος σαν το Μαρξ προς κατώτερα όντα, μόνον με τη στάσιν ενός Ηρακλείτου ή ενός Σπαρτιάτου βασιλέος θα ημπορούσε να συγκριθεί: «Ακόμα και οι μεγαλύτεροι θαυμαστές του θα δυσκολεύονταν να υποστηρίξουν ότι ήταν ευαίσθητος ή καλόκαρδος άνθρωπος, ή ότι ενδιαφερόταν για τα αισθήματα όσων συναναστρεφόταν∙ η πλειονότητα όσων ανθρώπων γνώριζε ήσαν, κατά τη γνώμη του, ή ανόητοι ή συκοφάντες, και τους αντιμετώπιζε με εμφανή καχυποψία ή περιφρόνηση» (Isaiah Berlin, ένθ. ανωτ, σελ. 28).
Ο Μαρξ μισούσε κάθε έννοιαν και αρχήν, που οι εκφυλισμένοι δημοκράται ονομάζουσιν «ανθρώπινα δικαιώματα», «ισότητα», και λοιπάς ανοησίας: «Ό,τι διακηρύξεις, ομολογίες πίστεως και προγράμματα δράσης υπέγραφε, σπανίως περιείχαν αναφορές σε ηθική πρόοδο, αιώνια δικαιοσύνη, στην ισότητα του ανθρώπου, στα δικαιώματα ατόμων ή εθνών, στην ελευθερία της συνείδησης, στον αγώνα για εκπολιτισμό, και άλλες ανάλογες εκφράσεις που αποτελούσαν το συνηθισμένο ρεπερτόριο των δημοκρατικών κινημάτων της εποχής του» (Isaiah Berlin, ένθ. ανωτ, σελ. 34).
Τουναντίον, θα έλεγα! Επίστευεν εις την αναγκαιότητα και νομοτέλειαν του συγκεντρωτισμού και της μοναρχίας, κατονομάζοντάς τα εις το Κομμουνιστικόν Μανιφέστον ως «Αναγκαία Συνέπεια», ήτις οδηγεί εις «ένα έθνος, μία κυβέρνηση, ένα νόμο» (Κομμουνιστικό Μανιφέστο, εκδ. Σύγχρονη εποχή, σελ. 31). Ήτο γνήσιος δηλαδή πρόδρομος των εθνικοσοσιαλιστικών κινημάτων.
Και το προλεταριάτο; Δεν ηγάπα ο Μαρξ το προλεταριάτο; θα αναρωτηθούν οι αφελείς. Άλλο και τούτο! Διά το προλεταριάτον ησθάνετο την ιδία περιφρόνησιν και αποστροφήν με τον αείμνηστο Μανιαδάκη. Άλλωστε περιπαικτικά το απεκάλει «λούμπεν».
Οι μιαροί κομμουνισταί εντέχνως αποκρύπτουσιν την γνώμην που έχει ο Μαρξ διά τους προλαιταρίους, στο Κομμουνιστικόν Μανιφέστον: «Το λούμπεν προλεταριάτο, αυτό το παθητικό προϊόν σαπίλας των πιο χαμηλών στρωμάτων της παλιάς κοινωνίας, παρασέρνεται εδώ κι εκεί στο κίνημα από την προλεταριακή επανάσταση, όμως απ’ τις συνθήκες της ζωής του είναι πάντα πρόθυμο να πουληθεί για αντιδραστικές ενέργειες» (Κομμουνιστικό Μανιφέστο, ένθ. ανωτ, σελ. 38).
Ας μας απαντήσουν λοιπόν οι θολοκουλτουριάρηδες, πώς γίνεται κάποιος που υποτίθεται νοιάζεται διά το προλεταριάτο, να το αποκαλεί «προϊόν σαπίλας» και «πουλημένο».
Εγνώριζεν ότι η μάζα, και δη οι προλετάριοι, είναι τυφλή και επικίνδυνος, κι από μόνη της δεν μπορεί να δημιουργήσει, παρά μόνον να καταστρέψει και να εκμηδενίσει το άτομον. Όπως ο ίδιος πάλι λέγει εις το Κομμουνιστικόν Μανιφέστον, «οι προλετάριοι δεν έχουν τίποτα δικό τους να εξασφαλίσουν, έχουν όμως να καταστρέψουν κάθε ως τώρα ατομική ασφάλεια και ατομική εξασφάλιση» (ένθ. ανωτ., σελ. 39).
Η ιδιόρυθμος σχέσις του με το προλεταριάτο, θα πρέπει να παραβληθεί με αυτήν του Περικλέος: Όπως ο Περικλής ήβρεν την δημοκρατίαν ως μέσο διά την άσκησιν της ηγεμονικής εξουσίας του, έτσι και ο Μαρξ ήβρεν το προλεταριάτο: «κατέστρωνε σχέδια για τη νίκη της μερίδας της οποίας αποφάσισε να ηγηθεί» (Isaiah Berlin, Καρλ Μαρξ, εκδ. Scripta, σελ. 26). Ήτο δηλαδή Ηγέτης της μάζης, και όχι εις εξ αυτής.
Οι κομμουνισταί, χρόνια τώρα παρουσιάζουσιν τον Μαρξ ως δικόν τους. Οι υποκριταί!
Κατάλαβες ποία είναι η μέθοδος, νέε μου; Ουδείς είναι ικανός να μας ξεφύγει. Και μη λησμονείς τον εύλογον κομπασμόν του παλαιού εκείνου προκατόχου μου ιεροεξεταστή, που επενεύετο ότι ακόμα και τον ίδιον τον Πάπα θα ημπορούσε να τον κάνει να ομολογήσει ότι είναι αιρετικός.
Τα έργα μου όμως δεν γράφονται μόνον διά αγαθούς προσυλητισμούς αλλοπίστων. Πολύ περισσότερον, αποτελούν ένα πολύτιμον όπλον εις όσους έχουν την αγνήν εθνικιστικήν προδιάθεσιν, αλλά στερούνται των καταλλήλων επιχειρημάτων.
Τότε εγώ, που δεν ξεκολλούσε το μυαλό μου από την επιθυμία να καταγραφεί και ο αντίλογος του Δαίμονα, ρώτησα τον Δάσκαλο:
-Δάσκαλε, στην περίπτωση που ο Δαίμονας καταγράψει τον αντίλογό του και τον παρουσιάσει στο ποίμνιο, φοβάσαι είπες μην τους επηρεάσει αρνητικά. Σ’ αυτήν την περίπτωση, πώς θα προστάτευες τις ιερές σου ιδέες;
Ο Δάσκαλος γέλασε πάλι, και μου απάντησε:
Διά τον κεντρικόν πυρήνα των οπαδών μου, δεν φοβούμαι τίποτα. Είναι απολύτως πιστοί σε μένα, και εις κάθε επίθεσιν εναντίον μου ενεργοποιούνται τα εθνικιστικά αντανακλαστικά των, χρωματίζοντας αυτομάτως τον όποιον αντίπαλόν μου ως μισητόν εχθρόν. Το πιο πιθανόν είναι να πουν «μην ασχολείσθε με γραικύλους», κ.τ.ο.
Διά τους απλώς συμπαθούντας προς το άτομόν μου, ίσως χρειασθεί μικρά παραπάνω προσπάθεια. Η ευνοϊκή προδιάθεσις είναι μεγάλος αρωγός, διότι είναι σαν να λέγωσι: «Δάσκαλε, σου επιτίθεται ο Graekylious με τα ίδια σου τα όπλα, τους Αρχαίους ημών Προγόνους, το δικό Μας κτήμα. Μην παραδώσεις τους Αρχαίους Μας αμαχητί στο Δαίμονα, υπερασπίσου τις πατριωτικές αξίες. Εμείς δεν είμεθα εις θέσιν να αντιτάξωμεν πολλά, όμως είμεθα σίγουροι ότι εσύ θα τα καταφέρεις, θα τον αποστομώσεις, κι εμείς πάλι θα γελάσωμεν με τον εύστροφον σαρκασμόν σου».
Κάπως έτσι θα σκεφθούν οι απλώς συμπαθούντες, κι έτσι θα εύρω πρόσφορον έδαφος, διά να ρίξω εις τον Δαίμοναν την χαριστικήν βολήν:
Θα ειπώ:
Τον τελευταίον καιρόν, έχει διαδοθεί ένα φυλλάδιον, ο συγγραφεύς του οποίου διατείνεται πως καταρρίπτει όλα όσα υποστηρίζω με ατράνταχτα επιχειρήματα εις το βιβλίον μου «ο Διωγμός των Αρίστων».
Προτού όμως ομιλήσω διά το περιεχόμενόν του, θα ειπώ δυό σύντομα λόγια διά την ιστορικήν μέθοδον εν γένει.
Όλοι θα γνωρίζετε ότι οι ιστορικοί που σέβονται τον εαυτόν των, ούδεποτε βλασφημούν, ή λασπολογούν, ή συκοφαντούν. Ομιλούν με σεβασμόν και επιχειρήματα, και είναι δεκτικοί εις τον διάλογον και εις την κοσμία ανταλλαγήν απόψεων. Βρείτε μου αν ημπορείτε έστω έναν αξιόπιστον ιστορικόν, ο οποίος ασχημονεί, και προσπαθεί με ύβρεις να αποδείξει την ορθότητα των απόψεών του. Δεν θα βρείτε ουδέναν.
Ο συγκεκριμένος επίδοξος ιστορικός και συγγραφέας του φυλλαδίου, αγνοώντας αυτούς τους στοιχειώδεις κανόνας της ιστορικής επιστήμης, προσπαθεί να συγκαλύψει τα κενά και τας ασαφείας όσων εκστομίζει, με απαισίας και προσβλητικάς ύβρεις.
Κοιτάχτε, για να μιλάμε με στοιχεία, διότι θα’χετε αντιληφθεί ότι δεν ομιλώ ποτέ αστήριχτα. Έχω στοιχεία πάνω στα οποία βασίζομαι. Το φυλλάδιον, είναι ένα πορνογράφημα, ένα χυδαιογράφημα, κι ένα διεστραμένο φυλλάδιο. Θα σας διαβάσω μερικά αποσπάσματα:
«Αχ, κατακαημένε Κωσταντή, ου γαρ έρχεται μόνον!»
«Τι βομβαρδισμός μπαρούφας είναι τούτος ρε Κώτσο; Γιατί είσαι τόσο σαδιστής απέναντι στην Ιστορία; Γιατί τέτοιο προσκύνημα στον άγιο Αυνάν;»
«Άνοιξε καλά τ’ αφτιά σου γεροναζιάρη, που μου κλαίγεσαι κιόλας»
«το θράσος και η βλακεία σου πάνε για πρωταθλητισμό»
«Πω πω παραλήρημα βλακείας»
«γελοίο ανθρωπάκι»
«Βλαμμένοι οπαδοί και συμπαθούντες του Pleurius, πατριδοκάπηλοι με μυαλό στρουθοκαμήλου»
«Καραγκιόζη της ελληνικής γραμματείας, φασιστόμουτρο της κακιάς ώρας, αποτυχημένε προπαγανδιστή, αιωνίως μεταξεταστέε στην ιστορία, αριστοκράτη της πορδής».
Όλα θα τα βρείτε μέσα σε αυτό το φυλλάδιον. Αυτά είναι τα επιχειρήματα των υπερμάχων της δημοκρατίας και του πολιτισμού! Κύριε υπουργέ Παιδείας, να τους χαίρεσθε τέτοιους «λαμπρούς επιστήμονας» που βγάζετε από τα σχολεία σας και τα ιδρύματά σας, τα οποία και τα καταντήσατε φυτώρια γραικύλων και ανθελλήνων.
Το ότι πρόκειται για ανθέλληνα συγγραφέα είναι ηλίου φαεινότερον. Κι επειδή δεν θέλω ποτέ να λέγω κάτι χωρίς να το τεκμηριώνω, θα σας διαβάσω μέσα από το φυλλάδιόν του, τη γνώμην του για τον Θουκυδίδην και τον Ηρόδοτον:
«ο άτιμος ο Θουκυδίδης»
«ο Θούκυ δεν κρατιέται με τίποτα»
«οι Θουκυδίδης και Ηρόδοτος είναι άσχετοι και ανθέλληνες»
Μάλιστα! Όταν η Ευρώπη και ο κόσμος προσκυνούν τα τέκνα του Ελληνικού Φωτός, τους μεγάλους Ιστορικούς και Δασκάλους Ηρόδοτον και Θουκυδίδην, οι εγχώριοι γραικύλοι τους ταπεινώνουν και τους ποδοπατούν.
Έχω προχωρήσει ήδη σε αγωγήν κατά του συγγραφέως διά συκοφαντικήν δυσφήμισην εναντίον του προσώπου μου. Έχω όμως καταθέσει και μίαν δευτέραν αγωγήν, διά εσχάτην προδοσίαν, ως φωτοσβέστην του Ελληνικού Φωτός. Διά να ξέρουν οι κάθε λογής γραικύλοι, ότι ούτε τους φοβόμεθα, ούτε καμπτόμεθα από τας βρωμεράς συκοφαντίας των.
Το κατάλαβες, κι αυτό, νέε μου; Εθνικιστική επιχειρηματολογία και εκφοβισμός. Δύο όπλα που έχωμεν εις την διάθεσίν μας, τα οποία δίδωσι θάρρος εις τους συμπαθούντας ημών, και τους γεμίζουν αυτοπεποίθησιν.
Αν βλάψει όμως κάποιους ο Δαίμονας, αυτοί θα είναι η εύπλαστη νεολαία, καθώς και το πλανεμένον, αφελές και αδαές ποίμνιον, τους οποίους μετά κόπων και βασάνων προσπαθώμεν να εφέρωμεν εις τον ίσιον εθνικιστικόν δρόμον. Δι αυτόν τον λόγον, είναι αναγκαίον να φιμώνεται και να αποθαρρύνεται πάσα ανθελληνική φωνή.
Αυτά τα σοφά μου έλεγε ο Δάσκαλος, όμως από ώρα είχε αρχίσει να με τυραννά ένας αδικαιολόγητος πονοκέφαλος, που διαρκώς δυνάμωνε.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
Και τότε συνέβη το μοιραίο. Ο Δαίμονας μπήκε μέσα μου και με κυρίεψε. Το κεφάλι μου κόντευε να εκραγεί, κι ένοιωθα το σώμα μου να ψήνεται από υψηλό πυρετό, ενώ έχασα κάθε επαφή από το περιβάλλον γύρω μου. Πόσο κράτησε αυτή η κατάσταση; Δευτερόλεπτα; Ώρες; Σωριάστηκα κάτω κι ούτε έβλεπα, ούτε άκουγα πλέον το Δάσκαλο. Μόνο σιωπή και μαυρίλα. Και ξαφνικά, βυθίστηκα στον κόσμο του ονείρου και του οράματος, θεατής ενός έργου που ο Δαίμονας σκηνοθετούσε.
Και είδα, μέσα από το πηχτό σκοτάδι, να έρχεται προς το μέρος μου ένας ασπρομάλλης γέροντας παλαιών καιρών, κρατώντας ένα χοντρό βιβλίο. Και τρόμαξα, και θέλησα να φύγω, μα κατάλαβα πως ήμουν κάπου αλυσοδεμένος. Κι ο γέρος με πλησίασε και γέλασε. Και με στεντόρεια φωνή είπε τα παρακάτω αινιγματικά λόγια: «Αδύνατον άμα κατηγορείσθαι τας αντιφάσεις». Και οι αλυσίδες σπάσαν, και η γη άρχισε να χάνεται από τα πόδια μου.
Και το βιβλίο του, που ήταν (είμαι σίγουρος!) του πατέρα του, μεταμορφώθηκε σε φτερωτό άλογο, και βρέθηκα καβαλάρης του. Και άνοιξε τα πελώρια φτερά του, και με κυρίευσε ίλιγγος. Και τότε κατάλαβα την ασφάλεια που μου προσφέραν οι αλυσίδες, κι επιθυμούσα σφόδρα να κατέβω και να ξαναδεθώ. Και έβριζα το άλογο με τα χειρότερα λόγια, και απειλούσα να το σκοτώσω όταν έρθει η ώρα. Και το διέταζα να με κατεβάσει.
Εκείνο όμως ούτε με άκουγε, αλλά όλο ψηλότερα πετούσε. Και άρχισα να διακρίνω τον σκοτεινό κόσμο στον οποίο ζούσα. Και είδα ένα βασίλειο ερπετών και ζωιφίων να κυλιέται στη λάσπη και να μουγγρίζει.
Και είδα κατσαρίδες να παρελαύνουν, και έναν αρουραίο με γραβάτα να δίνει διάλεξη για τα πλεονεκτήματα της πειθαρχίας. Και μύγες να προσκυνούν μια σαρανταποδαρούσα, κι αυτή να κουνάει τα πολλά χέρια και χέρια της, χαιρετώντας δεξιά κι αριστερά. Κι όλες οι μύγες να πέρδονται, και να τραγουδάν «αέρα, αέρα, να φύγει η μεθανόλη».
Είδα γυμνοσάλιαγκες να γλείφουν με καμάρι τα κόπρανά τους, την ώρα που τα πουλούσαν στην αγορά, αντιπαραβάλλοντας τον μεγάλο όγκο τους με τη μικρή τιμή τους. Και μια καρακάξα να βρίζει κάποιον, επειδή την είπε κακόφωνη. Και είδα κότες από διαφορετικά κοτέτσια να μαδιούνται για το λειρί ενός κόκορα. Και οχιές να απειλούν φωνάζοντας «να σέβεστε την πίστη γραικύλοι, τη Μπαναγία σας μέσα!». Και είδα βρωμερούς τράγους να χαϊδεύουν σημαιοστολισμένους πιθήκους, οι οποίοι με τη σειρά τους χαϊδεύαν αγάλματα ηρώων, σπασμένα από τα κέρατα των τράγων.
Και είδα όλο αυτό το ζωικό βασίλειο να πλάθει από καβαλίνες ένα γνώριμο στην όψη ξόανο, και να το προσκυνά. Και το ξόανο να δείχνει με αποφασιστικότητα και καμάρι προς τον σκοτεινό, συννεφιασμένο ουρανό. Κι εκεί που έδειχνε το ξόανο, εκεί με οδηγούσε το άλογό μου.
Και περνούσαμε μέσα από τα πηχτά μαύρα σύννεφα, κι η καρδιά μου κόντευε να σπάσει από την αγωνία.
Και, εξαίφνης, ένα εκτυφλωτικό φως επιτέθηκε στα μάτια μου. Κι ενώ μέχρι τότε τα νόμιζα δυνατά και ασκημένα, τα έκλεισα έντρομος. Και προσπαθούσα να τα ανοίξω, και δεν τα κατάφερνα. Και αποφάσισα να κοιτάζω για αρχή τα πιο σκιερά μέρη, μέχρι να συνηθίσω στο φως.
Και είδα πρώτα μυθικά τέρατα, και τη βλοσυρή Μέδουσα και τον φοβερό Τυφώνα. Και άκουσα την οχλοβοή των Τιτάνων και των Εκατογχείρων. Και είδα να τους κυνηγάνε θεοί με τον ήλιο στα μαλλιά, και να τους κλείνουν σε φυλακή.
Και η φυλακή μεταμορφώθηκε σε αμφορέα, και απεικόνιζε τη Σκοτεινή Κραυγή σαν θρήνο γυναικών σε κηδεία. Και δε φοβόμουνα μη με καταπιεί ο θρήνος, γιατί τον περικύκλωνε η γεωμετρία του Απόλλωνα. Και διάβασα την επιγραφή «Μηδείς αγεωμέτρητος εισίτω». Και είδα τον Διόνυσο να ημερεύει τα θηρία. Και θυμήθηκα την δελφική εντολή, και την κατάλαβα.
Κι αφού συνήθισα κάπως στο φως, προσπάθησα έπειτα να δω τον καινούριο κόσμο μέσα από το καθρέφτισμα των ποταμών. Και είδα τη Ναυσικά να γελάει με άλλα κορίτσια στο ακρογιάλι, και τη Σαπφώ να μεταμορφώνει κάμπιες σε πεταλούδες.
Είδα τον Αχιλλέα με τον Αίαντα να παίζουν ανέμελοι τους πεσσούς, ο πρώτος χωρίς σημάδι στη φτέρνα, κι ο δεύτερος χωρίς την τραγική εκείνη γραμμή κάτω από τα μάτια του.
Κι είδα από τα χαλάσματα να ξανασυντίθεται η όμορφη Τροία, κι η πόλη να γιορτάζει την άφιξη των νιόπαντρων, του Άντρα Έκτορα, και της Γυναίκας Αντρομάχης.
Κι ο Ηρακλής να καθαρίζει τους στάβλους του Αυγεία, έπαθλο και κατάρα της Αρετής.
Και άκουσα τον Άνθρωπο να μαλώνει το Θεό, και να τον προστάζει: «αφάνισέ μας στο φως». Κι εγώ, ν’ακούσω αυτή την προσταγή, ξεθάρρεψα, και άνοιξα εντελώς τα μάτια μου.
Και είδα τότε ένα πελώριο ανακτόρο, να λικνίζεται χαρωπά ανάμεσα στη γένεση και την αιωνιότητα, τέλειο και συνάμα ανολοκλήρωτο. Και χιλιάδες ανθρώπων απ’ όλες τις εθνότητες να έρχονται να του προσθέσουν ο καθένας και κάτι δικό του. Και σεβάσμιοι γέροντες, οι Θεμελιωτές, να τους υποδέχονται με προθυμία, και να συζητούν ως ίσος προς ίσο. Κι άλλοτε να συμφωνούν μεταξύ τους για τον τρόπο συνέχισης της κατασκευής, άλλοτε να διαφωνούν, μερικές φορές τσακώνονταν κιόλας. Ωστόσο είχαν στραμμένη την προσοχή τους ψηλά, άλλος περισσότερο, άλλος λιγότερο, άλλος ασυνείδητα, προφανός στη θεότητά τους, η οποία ήταν για όλους αυτούς η ίδια.
Και έστρεψα κι εγώ το βλέμμα μου ψηλά, για να την γνωρίσω. Και είδα το λαμπερό αστέρι που δίνει ζωή και νόημα στα πάντα, και τελειώθηκα.
Και χάιδευα με στοργή το λαιμό του φτερωτού αλόγου μου, και το ρωτούσα να μου πει το όνομά της. Και μου απάντησε ότι η θεότητα είναι τρισυπόστατη, κι έτσι έχει τρία ονόματα: Λογική, Ομορφιά, Αγάπη. Και μου είπε ότι καμία από τις τρεις υποστάσεις δεν μπορεί να χωριστεί από τις άλλες δύο.
Και ήθελα να την ατενίζω εις τον αιώνα τον άπαντα. Και φτερωτοί Άγγελοι ψέλναν την Ωδή στη Χαρά.
Και τότε εγένετο ταραχή, ωσάν σεισμός μέγας, κι από τα έγκατα της ουράνιας πολιτείας, κάτω από τα σύννεφα, ξεπηδούσαν, σαν λάβα ηφαιστείου, ορδές καλικατζάρων. Και όταν είδαν την ουράνια πόλη, άρχισαν να τους τρέχουν τα σάλια, και ξαμολήθηκαν.
Και βασανίσαν και σκότωσαν πολλούς από τους Θεμελιωτές, και όλους τους υπολοίπους.
Και μεταμόρφωσαν τις γυναίκες σε κρεατομηχανές νεκρών ηρώων. Και βίασαν κατά συρροή σεβάσμιους γέροντες.
Και πιάσαν έναν πολίτη που δεν τους έμοιαζε στο χρώμα, κι αφού τον μπούκωσαν με βελανίδια, αυτοί φορέσανε χλαμύδες και άρχισαν να τον χτυπάν με το μυστρί.
Κάποιοι άλλοι καλικάτζαροι στέκονταν μπροστά σε βιβλία, και χωρίς να τα ανοίγουν, διάβαζαν ξανά και ξανά μόνο το όνομα του συγγραφέα και τον τίτλο, και αυνανίζονταν.
Και κάποιοι άλλοι αγκάλιαζαν σφιχτά δωρικούς κίονες και φώναζαν υστερικά «δικό μου, δικό μου, δικό μου!». Μερικοί δε από αυτούς, προσπαθούσαν να συνουσιαστούν με τις κολόνες, καθώς ο στερημένος σκύλος στο πόδι του αφέντη του.
Και σκότωσαν το άλογό μου, και γκρεμίστηκα σε βάραθρο. Και σήκωσα το βλέμμα να αντικρίσω τον αρχηγό των καλικατζάρων και δολοφόνο του αλόγου μου. Και αφού λοιπόν έπεσα από τα σύννεφα, είδα αυτόν που είχα πρότυπο και ίνδαλμα, αυτόν που νόμιζα ότι αγαπούσε την ουράνια πόλη: είδα τον Δάσκαλό μου, τον Μέγιστο Kotso von Pleurius.
Και ένα τεράστιο μίσος ένιωσα για πρώτη φορά απέναντί του, και ο Δαίμονας με τη φωνή μου ούρλιαξε και του είπε:
«Βρωμόσκυλο, σεσημασμένε βιαστή της ιστορίας και της επιστήμης, τα βρίσκεις και τα κάνεις! Ας είναι καλά τα ζωάκια που σε δοξάζουν, και οι ανάπηροι θεσμοί που δε σε λυπούνται να σε κλείσουν στο ανιάτων, να μην βασανίζεσαι κι εσύ, να μην βασανίζεις και τους προγόνους σου. Αν υπάρχει στον κόσμο μόνον ένας Ανθέλληνας, αυτός είσαι σίγουρα εσύ! Αλλά να μη νομίζεις ότι θέλω να τιμωρηθείς. Η μεγαλύτερη τιμωρία για σένα και το κοπάδι σου, είναι ο ίδιος ο εαυτός σας! Χειρότερη κατάρα δε θα μπορούσα να ρίξω σε κάποιον, από το να σας μοιάσει!».
Και μαζεύοντας όσο φλέμα και σάλιο μπορούσα, έφτυσα με όλη μου τη δύναμη το πρόσωπο του Δασκάλου.
Από το φτύσιμο φαίνεται πως βγήκε από μέσα μου ο φριχτός Δαίμονας, και τότε επανήλθα στην πραγματικότητα, και έντρομος συνειδητοποίησα πως είχα στ’αλήθεια βρίσει και φτύσει τον Δάσκαλό μου, στην αίθουσα εξαγνισμού, όπου από την αρχή βρισκόμασταν.
Έπεσα στα πόδια του, τον παρακαλούσα να με συγχωρέσει, προσπαθούσα να τον πείσω ότι ο Δαίμονας έφυγε και είμαι καλά, κι ότι για χατίρι του θα σφάξω όσους μαύρους και κίναιδους χρειάζεται, για να γελάσει το πικραμένο του χειλάκι.
Εκείνος όμως, μου είπε μόνο «είσαι γραικύλος!», σκουπίζοντας την αδιάντροπη χλέπα μου από το άγιο πρόσωπό του. Κι αφού με καταδίκασε εις θάνατον, διέταξε τους φρουρούς να με κλείσουν στη φυλακή.
Τώρα γνωρίζεις τους λόγους της καταδίκης μου, άγνωστε αναγνώστη. Να ξέρεις ότι δεν διαμαρτύρομαι, ούτε έχω παράπονο από το Δάσκαλο. Είμαι αγνός πατριώτης. Εκείνος ξέρει καλλίτερα από μένα το καλό μου. Όπως άλλωστε ξέρει και το καλό των συμπατριωτών του, αλλιώς δε θα επιθυμούσε τόσο σφοδρά να τους οδηγήσει σε ηρωικούς μπολέμους, για να πέσουν γενναία και να δοξαστεί το όνομά του(ς).
Ίσως όμως να μην έχει φύγει ακόμα από μέσα μου ολότελα η επιρροή του Δαίμονα, διότι, παρά τη ρητή διαφωνία του Δασκάλου, εξακολουθώ να θέλω να δημοσιευτεί εκείνος ο δαιμονικός αντίλογος, καθώς και όλη η τραγική ιστορία μου. Έχω συνεννοηθεί με τον καθαριστή της φυλακής, ο οποίος με συμπαθεί, και τον έπεισα, μόλις με πάρουν για εκτέλεση και αδειάσει το κελί μου, να μπει μέσα, να πάρει αυτά τα φύλλα που θα κρύψω κάτω από το κρεβάτι μου, και να τα βάλει ανάμεσα στο βιβλίο «ο Διωγμός των Αρίστων».
Διότι πιστεύω ακράδαντα ότι θα σε ωφελήσουν, καλοπροαίρετε αναγνώστη μου, και ίσως σώσουν την ψυχή σου. Μακάρι να μην κάνω λάθος. Ζητώ συγγνώμη, αν καταχράστηκα την υπομονή σου να με διαβάσεις».
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Αυτή ήταν η ιστορία του άτυχου συγγραφέα και πατριώτη, την οποία και αντιγράφω στον υπολογιστή για να τη μοιραστώ μαζί σας, ενώ δάκρυα μουσκεύουν το πληκτρολόγιό μου, και δεν ξέρω αν είναι για τη μοίρα του φτωχού άγνωστου φίλου μου, ή για τη δική μου μοίρα. Διότι ο τρόπος σκέψης του Δαίμονα πολλές φορές έχει αγγίξει και μένα, και ακόμα και τώρα που τον διάβασα, με γέμισε αμφιβολίες για τον Δάσκαλο (συγγνώμη, φίλε μου, που δεν έπιασαν σε μένα οι ευχές σου). Ίσως να τείνω κι εγώ να γίνω πρόδοτης και ανθέλληνας, παρά την θέλησή μου. Ας είναι μακριά από μένα αυτό το στίγμα.
Ξέρω πως η εργασία που κάνω, να αντιγράφω τον άγνωστο συγγραφέα, δεν είναι κανά σπουδαίο κατόρθωμα. Κι ένα αμούστακο παιδί με στοιχειώδεις γνώσεις, θα μπορούσε να τη διεκπεραιώσει με επιτυχία. Πώς να γίνει όμως: Άχαρη δουλειά, αλλά κάποιος έπρεπε να την κάνει. Έλαχε λοιπόν να πέσει σε μένα το βάρος της τελευταίας επιθυμίας του φίλου μας: να σώσει έστω και μία ψυχή.
Σας αφήνω, αντιγράφοντας και την τελευταία παράγραφο του συγγραφέα, κλείνοντας (όπως είναι και σωστό) με τα δικά του λόγια:
«Χαράζει. Οι πρωινές καμπάνες άρχισαν να χτυπούν. Σε λίγο θα έρθουν να με πάρουν. Δεν ξέρω γιατί, αλλά αυτές τις τελευταίες στιγμές, αντί να αναπολώ τη ζωή που θα χάσω, το μυαλό μου στριφογυρίζει γύρω από ένα παλιό περιστατικό με τον Δάσκαλο. Ένα περιστατικό-γρίφο, που δε θα’ θελα να τον πάρω μαζί μου. Ελπίζω να τον λύσεις εσύ, καλέ μου αναγνώστη.
Μια μέρα, μετά από σειρά επιτυχημένων εξαγνισμών, ο Δάσκαλος βγήκε στο μπαλκόνι του πύργου του να θριαμβολογήσει, ενώ ο λαός του από κάτω παραληρούσε:
-Είσαι θεός!
-Είσαι ογκόλιθος!
-Δώστε Pleurius στο λαό!
-Εσένα θέλουμε!
Ο Δάσκαλος μίλησε με τον γνωστό απαράμιλλο τρόπο του, και ούτε στιγμή δεν σταμάτησαν από κάτω να τον αποθεώνουν.
Κι αφού τελείωσε την ομιλία, έκανε μεταβολή και ξαναμπήκε στο δωμάτιό του, ενώ εγώ στεκόμουν λίγο παράμερα και τον θαύμαζα. Τότε, μισοχαμογελώντας, τον άκουσα να ψιθυρίζει μια μονάχα λέξη, την οποία ποτέ δεν κατόρθωσα να ερμηνεύσω στα πλαίσια που ειπώθηκε, ούτε να τη συνδυάσω με τη χαρούμενη εκείνη μέρα. Μια λέξη-μυστήριο:
-Ηλίθιοι! ».
ΤΕΛΟΣ