Χθες έκανα ένα μικρό οδοιπορικό. Για την ακρίβεια δεν ήταν ούτε κατά διάνοια οδοιπορικό, μια απλή διαδρομή ήταν, η οποία όμως αποδείχθηκε το ίδιο ανατριχιαστική με ένα μακρύ οδοιπορικό μέσα από πεδία μάχης.
Χθες λοιπόν, είχα πάει για μπάνιο στο Σχινιά (τελικά γράφεται Σχινιάς ή Σχοινιάς;). Εκεί ανακάλυψα ότι υπάρχει ο Σχινιάς (ακολουθώ την ορθογραφία των οδικών πινακίδων και αποποιούμαι κάθε ευθύνη) δεξιά και ο Σχινιάς αριστερά. Όπου δεξιά είναι ο Σχινιάς των beach bar και της ξαπλώστρας, δηλαδή το μέρος εκείνο του αιγιαλού που έχει καταληφθεί, υποθέτω υπό τις ευλογίες ή έστω με την ανοχή των αρμοδίων τοπικών αρχών και φυσικά με το αζημίωτο, άσπρο ή μαύρο, και τη μόνη πρόσβαση προς την παραλία και κατ' επέκταση τη θάλασσα μπορείς να την αποκτήσεις μόνο εφόσον χρησιμοποιήσεις και εννοείται πληρώσεις τις υπηρεσίες του μπιτσόμπαρου (σαν προσβολή ακούγεται αυτή η λέξη, σκέφοτμαι να την εντάξω στο προσωπικό ανθολόγιο ύβρεων - άντε ρε μπιτσόμπαρο...pas mal). Το έψαξα επισταμένα όμως και ανακάλυψα ότι υπάρχει ένα πολύ στενό χωμάτινο δρομάκι, μήκους αρκετών δεκάδων μέτρων, από το οποίο μπορείς να βγεις - εννοείται περπατώντας φορτωμένος με όλα τα αξεσουάρ της παραλίας - στην παραλία, χωρίς να χρειαστεί να καταβάλεις με οποιοδήποτε τρόπο ή με οποιαδήποτε πρόφαση αντίτιμο για την πρόσβαση. Είναι όμως το μόνο τέτοιο δρομάκι, τουλάχιστον στο πρώτο χιλιόμετρο (και πλέον) και γνωρίζοντας επιπλέον ότι πρόκειται να απολαύσεις το μπάνιο σου και την ηλιοθεραπεία σου στο χώρο εκείνο που οι εκτεινόμενες σε πολλές εκατοντάδες μέτρα ομπρέλες κάνουν διάλειμμα, και μερικές φορές σύντομο (για να μην αναφέρω την εγγύτητα με κολυμβητές που αρέσκονται σε μπιτσόμπαρα και τις κακόγουστες ομπρέλες του) χάνει την γοητεία του ως επιλογή.
Κάπως έτσι πήγαμε στον Σχινιά αριστερά, όπου η πρόσβαση στην παραλία είναι πιο εύκολη και σίγουρα από περισσότερες διόδους, ενώ το κοντυνότερο μπιτσόμπαρο διατηρείται σε μια απόσταση ασφαλείας (για το νευρικό μου σύστημα, το οποίο ως γνωστόν είναι ιδιαίτερα ευαίσθητο, σε αντίθεση με την κάτοχο του).
Κάναμε λοιπόν το μπανάκι μας και όταν ήταν ώρα να φεύγουμε, λόγω του ότι ήταν καταμεσήμερο και υπάρχουν κορίτσια από σπίτι που έχουν πολύ λευκό δέρμα για να εκτίθενται στις ηλιακές ακτίνες εκείνες τις ώρες (και σε αυτά συμπεριλαμβάνεται και η γράφουσα, παρά την κακεντρεχή περί του αντιθέτου φημολογία), έπεσε η ιδέα να πηγαίναμε σε μια άλλη παραλία, ώστε να χασομερήσουμε λίγο μέχρι να "μαλακώσει" ο ήλιος. Αποφασίσαμε λοιπόν να πάμε προς Κάλαμο ακολουθώντας τη διαδρομή Μαραθώνας - Γραμματικό - Βαρνάβας - Καπανδρίτι - Κάλαμος.
Αφήνοντας πίσω μας το Μαραθώνα, αρχίσαμε να ανηφορίζουμε προς το βουνό, στο οποίο θα συναντούσαμε, σε κάποια φάση της διαδρομής το Γραμματικό. Εντελώς καταθλιπτική διαδρομή, που δίνει άλλο νόημα στην έκφραση Κρανίου Τόπος. Τα πάντα καμένα ή αποψιλωμένα. Μια βόλτα σε νεκροταφείο θα μπορούσε να προσφέρει μεγαλύτερη διασκέδαση. Και ενώ κοιτούσαμε γύρω μας με κυριολεκτικά ανοιχτό το στόμα και γουρλωμένα τα μάτια, ξαφνικά αντικρύζουμε, ανάμεσα στα καμένα δέντρα μια περίφραξη, από συρματόπλεγμα, ύψους τουλάχιστον 2,5 μέτρων, η οποία περιχαράκωνε ένα κομμάτι μαύρης γης στην οποία πραγματοποιούνταν διαμόρφωση - υποθέτω υψομετρική - του εδάφους. Πιο σοκαριστικό από το θέαμα μερικών καμένων δέντρων εντός περίφραξης, ήταν το γεγονός ότι αυτή η περίφραξη κατέληγε σε μια βαριά σιδερένια πόρτα, εξίσου ψηλή, η οποία δεν είχε προλάβει να βαφτεί και είχε το ίδιο μαυριδερό χρώμα με την καμένη γη. Πρέπει να ομολογήσω όμως ότι το συγκεκριμένο κομμάτι γης ήταν σε πλεονεκτική τοποθεσία, αφού σου πρόσφερε τη θέα στο πιάτο. Εξ ου υποθέτω και η βιασύνη να περιφραχθεί... τέτοιο φιλέτο δεν πρέπει να πάει χαμένο.
Η διαδρομή συνεχίστηκε προς το Βαρνάβα, από όπου κατηφορίσαμε, πάντα ανάμεσα σε καμένες εκτάσεις, προς το Καπανδρίτι, με ένα απεπλιστικά μικρό διάλειμμα ζωντανών δέντρων, ίσα ίσα για να φανταστούμε πως μπορεί να ήταν η περιοχή πριν καεί και να μελαγχολήσουμε περισσότερο.
Το αξιοσημείωτο όμως είναι ότι στις καμένες περιοχές η φωτιά σε πολλές περιπτώσεις είχε σταματήσει κυριολεκτικά στη μάντρα των σπιτιών και μερικές φορές ούτε καν σε αυτή, αλλά αντίθετα, ακριβώς δίπλα στο σπίτι. Θα μπορούσε να είναι θαύμα, αλλά η εικόνα επαναλήφθηκε περισσότερες φορές από όσες επιτρέπει ένα θαύμα, οπότε έπρεπε να δεχτούμε ότι είτε τα λάστιχα ποτίσματος είναι πιο αποτελεσματικά από τις αντλίες της πυροσβεστικής, πράγμα το οποίο απέκρουε η λογική μας σθεναρά, είτε ότι είχε καταβληθεί ιδιαίτερη προσπάθεια να μην καούν σπίτια, διότι ως γνωστόν όσο καίγεται το δάσος, ποιος χέστηκε, όταν όμως αρχίσουν να καίγονται περιουσίες, εκεί γίνεται το σύστριγγλο. Βέβαια, ούτε αυτή τη δεύτερη εκδοχή μπορούσε να δεχθεί αδιαμαρτύρητα η λογική μας, οπότε απλώς σιχτιρίσαμε και αφήσαμε τη διαλεύκανση του μυστηρίου στην άκρη.
Περνώντας κάπου κοντά από το Καπανδρίτι, από έναν εξοχικό δρόμο, τις καμένες εκτάσεις διαδέχτηκαν οι σπιταρώνες ή βίλλες (και αυτό κακή λέξη είναι, από όσο ξέρω στα κυπριακά). Ξαφνικά εισέβαλαν στη συζήτηση τα μαθηματικα, όταν καταπιαστήκαμε να μετράμε τα σπίτια που ήταν εντός του οπτικού πεδίου μας και να υπολογίζουμε, πόσοι μπορεί να είναι αυτοί που έχουν τη δυνατότητα να χρηματοδοτήσουν - με νόμιμους τρόπους - την ανέγερση ενός σπιτιού που κοστίζει από 500.000 έως 1.000.000 ευρώ μόνο για να το χρησιμοποιήσουν για εξοχικό! Η διαδρομή από Βαρνάβα μέχρι Καπανδρίτι κάνει την Εκάλη να μοιάζει με μικροαστική γειτονιά και έτσι καταλήξαμε ότι είτε κάποιο λάκκο έχει η φάβα (αλλά και όλα τα υπόλοιπα όσπρια, γιατί δεν είναι δυνατόν για όλα να φταίει η φάβα), είτε εμείς είμαστε περισσότερο φτωχομπινέδες από όσο νομίζουμε.
Τελικά φτάσαμε στον Κάλαμο, όπου εμφανίστηκαν τα εξοχικά σπίτια που όλοι ξέραμε και αγαπούσαμε. Ξέρετε εκείνα τα μικρά με τον κήπο που δεν έχει γκαζόν και σαλόνι κήπου, αλλά κούνιες.
(Μπάνιο όμως κάναμε στον Ωρωπό, διότι εκεί βρήκαμε μέρος που να μας χωράει όλους στο ίδιο σημείο. Λογικό. Είναι και άλλοι που θέλουν να κάνουν μπάνιο στη θάλασσα.)