Εδώ και ημέρες, ξεκινώ αναρτήσεις και τις αφήνω στη μέση. Έγραψα για τη Λιβύη, έγραψα για τη διάχυση κινήτρων στην κοινωνία και εκτός από αυτά που έγραψα, σκέφτηκα ακόμη περισσότερα. Αμέτρητες σκέψεις που επιτίθενται το μυαλό μου σαν τις σταγόνες της βροχής που πέφτουν με δύναμη στο τζάμι. Και συνεχίζουν να κυλούν στα αυλάκια που φτιάχουν στο μυαλό μου, γδέρνοντας το και κάνοντας το να πονά. Και όλο λέω ότι θα τους δώσω ζωή, να υπάρχουν χωρίς εμένα, θα τις κάνω λέξεις, θα τις κάνω πίξελ, θα τις βγάλω από πάνω μου, από μέσα μου. Και όλο το αφήνω. Και εκείνες με εκδικούνται, γυρίζοντας συνέχεια μέσα στο μυαλό μου, ανοίγοντας καινούργια αυλάκια και νέους φαύλους κύκλους.
Τι να πω όμως και τι να πρωτοβάλω σε τάξη, όταν ο κόσμος γυρίζει γύρω μου και εγώ είμαι ακίνητη, σαν το παιδί που έχασε τους γονείς του μέσα στο πλήθος; Τι να πω όμως και τι να πρωτοβάλω σε τάξη, όταν τόσα πράγματα και τόσες σκέψεις με τραβούν από το μανίκι και εγώ θέλω να κάνω σε όλα το χατήρι; Πότε ακριβώς η ζωή μου, το μυαλό μου έγινε ωκεανός που θέλει να με πνίξει;
Κάποτε ήμουν παρορμητική. Έκανα, έλεγα, αποφάσιζα αυτό ακριβώς που σκεφτόμουν, τη στιγμή που το σκεφτόμουν. Πυροβολούσα πιο γρήγορα και από τη σκιά μου. Μετά έγινα λογική, σκεφτόμουν και έπειτα έπραττα, έλεγα, αποφάσιζα. Τώρα δεν ξέρω τι είμαι, διότι δεν ξέρω πως λέγεται αυτός που έχει σταματήσει και παρακολουθεί τα πάντα - και τον εαυτό του - να κινούνται γύρω του.
Από μικρή βλέπω έναν εφιάλτη. Έναν συγκεκριμένο εφιάλτη. Στο όνειρο μου, με βλέπω να κοιμάμαι, εκεί που στην πραγματικότητα κοιμάμαι. Και στο όνειρο μου, θέλω να ξυπνήσω, αλλά δεν μπορώ. Το μυαλό μου ουρλιάζει στο σώμα μου να ξυπνήσει, αλλά εκείνο δεν ακούει ή κάνει ότι δεν ακούει. Στο όνειρο μου, ακούω το μυαλό μου να δίνει εντολή να κινηθεί το χέρι μου ή το πόδι μου, αλλά τίποτα δεν κινείται. Και όταν πλέον το μυαλό μου έχει απελπιστεί και ουριλάζει πανικλόβλητο ακατανόητα πράγματα, πετάγομαι από τον ύπνο τρομοκρατημένη.
Τώρα που όλα - και εγώ - κινούνται γύρω μου, νιώθω σαν να ονειρεύομαι αυτόν τον ίδιο εφιάλτη. Προσπαθώ να κινηθώ και δεν μπορώ. Το μυαλό μου ουρλιάζει εντολές, αλλά κανείς δεν δίνει σημασία. Μάλλον δεν έχει τρομοκρατηθεί αρκετά ακόμη, για να πεταχτώ από τον ύπνο.
Μικρή σιχαινόμουν την Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων. Με τρόμαζε το γεγονός ότι εκεί γίνονταν περίεργα, ανεξήγητα πράγματα. Περισσότερο όμως από τον τρόμο, θυμάμαι την αντιπάθεια μου προς τη Βασίλισσα. Off with her head. Όχι, κανείς δεν μπορεί να αποφασίζει για τη ζωή του άλλου, ηλίθιο παραμύθι. Ακόμη σιχαίνομαι αυτό το παραμύθι.
Το αγαπημένο μου παραμύθι ήταν το Ασχημόπαπο. Θυμάμαι ακόμη τη γεύση της ικανοποίησης, τη σχεδόν χαιρέκακη έξαψη της αλλαγής, όταν το ασχημόπαπο γίνονταν κύκνος και όλοι έμεναν με το στόμα ανοιχτό. Ακόμη μου αρέσει αυτό το παραμύθι.
Τώρα απλώς σιχαίνομαι την πραγματικότητα, που αφήνει μια Βασίλισσα να αποκεφαλίζει για το κέφι της. Την πραγματικότητα που όλα τριγύρω αλλάζουνε και όλα τα ίδια μένουν. Και έτσι το ασχημόπαπο δεν γίνεται ποτέ κύκνος. Ίσως όμως αν τη σιχαθώ αρκετά, να ξυπνήσω τρομαγμένη, αλλά απαλλαγμένη από τον εφιάλτη.