Συνταγματολόγο δε με λες, αλλά μια εξοικείωση με τα νομοθετικά κείμενα την έχω αποκτήσει, ως δικηγόρος. Διαβάζοντας, λοιπόν την παράγραφο 3 του άρθρου 142 του Κανονισμού της Βουλής, η οποία αναφέρει επί λέξει "Αν διαπιστωθεί ότι η πρόταση υπoγράφεται από τoν ελάχιστo απαιτoύμενo αριθμό Boυλευτών, η Boυλή διακόπτει τις εργασίες της...". Από τη γραμματική διατύπωση της διάταξης λοιπόν προκύπτει ότι μόνη προϋπόθεση για τη διακοπή των εργασιών της Βουλής είναι η υπογραφή της πρότασης (δυσπιστίας) από τον απαιτούμενο αριθμό Βουλευτών, γεγονός το οποίο διαπιστώνεται από τον Πρόεδρο, στον οποίο υποβάλλεται το η πρόταση δυσπιστίας. Συνεπώς, εάν η κατατεθειμένη πρόταση υπογράφεται από τον απαιτούμενο αριθμό Βουλευτών, μετά τη διαπίστωση αυτού του γεγονότος, ο Πρόεδρος της Βουλής υποχρεούται να διακόψει τις εργασίες της Βουλής.
Τι γίνεται όμως εάν, παρά την υπογραφή της από τον απαιτούμενο αριθμό Βουλευτών, υπάρχουν άλλοι λόγοι που πλήττουν το κύρος της πρότασης; Ποιός δικαιούται / υποχρεούται να ελέγξει τους λοιπούς όρους κύρους της πρότασης;
Προφανώς, σε αυτή την περίπτωση δεν υπάρχει δικαιοδοτικό όργανο στο οποίο μπορούν να απευθυνθούν τέτοια ερωτήματα ώστε να δοθούν δεσμευτικές απαντήσεις (π.χ. δικαστήριο). Γεγονός που σημαίνει ότι ο έλεγχος πρέπει να γίνει εκ των ενόντων, με τις υπάρχουσες δομές και διαδικασίες. Στο σύνολο του Κανονισμού, δεν υπάρχει διάταξη με την οποία να μπορεί, έστω αναλογικά εφαρμοζόμενη ή τελολογικά ερημενυόμενη, να υποστηριχθεί ότι τον έλεγχο του κύρους - κατά τους λοιπούς όρους - της πρότασης πραγματοποιεί ο Πρόεδρος ή το Προεδρείο της Βουλής. Ακόμη κι η προαναφερθείσα διάταξη (142 παρ.3), που αναθέτει στον Πρόεδρο τον έλεγχο του αριθμού των υπογραφών, δεσμεύοντας τον ως προς τις συνέπειες σε περίπτωση πλήρωσης αυτής της προϋπόθεσης, καταδεικνύει ότι ο νομοθέτης ήθελε να αποκλείσει περαιτέρω έλεγχο της πρότασης από τον Πρόεδρο ή του Προεδρείο, διότι άλλως θα είχε περιλάβει ρητά τον έλεγχο των λοιπών όρων κύρους στη σχετική διάταξη.
Τι γίνεται όμως εάν, παρά την υπογραφή της από τον απαιτούμενο αριθμό Βουλευτών, υπάρχουν άλλοι λόγοι που πλήττουν το κύρος της πρότασης; Ποιός δικαιούται / υποχρεούται να ελέγξει τους λοιπούς όρους κύρους της πρότασης;
Προφανώς, σε αυτή την περίπτωση δεν υπάρχει δικαιοδοτικό όργανο στο οποίο μπορούν να απευθυνθούν τέτοια ερωτήματα ώστε να δοθούν δεσμευτικές απαντήσεις (π.χ. δικαστήριο). Γεγονός που σημαίνει ότι ο έλεγχος πρέπει να γίνει εκ των ενόντων, με τις υπάρχουσες δομές και διαδικασίες. Στο σύνολο του Κανονισμού, δεν υπάρχει διάταξη με την οποία να μπορεί, έστω αναλογικά εφαρμοζόμενη ή τελολογικά ερημενυόμενη, να υποστηριχθεί ότι τον έλεγχο του κύρους - κατά τους λοιπούς όρους - της πρότασης πραγματοποιεί ο Πρόεδρος ή το Προεδρείο της Βουλής. Ακόμη κι η προαναφερθείσα διάταξη (142 παρ.3), που αναθέτει στον Πρόεδρο τον έλεγχο του αριθμού των υπογραφών, δεσμεύοντας τον ως προς τις συνέπειες σε περίπτωση πλήρωσης αυτής της προϋπόθεσης, καταδεικνύει ότι ο νομοθέτης ήθελε να αποκλείσει περαιτέρω έλεγχο της πρότασης από τον Πρόεδρο ή του Προεδρείο, διότι άλλως θα είχε περιλάβει ρητά τον έλεγχο των λοιπών όρων κύρους στη σχετική διάταξη.
Άρα ποιος δικαιούται / υποχρεούται να ελέγχει τους λοιπούς όρους κύρους μια πρότασης δυσπιστίας; Κατά τη γνώμη μου, προφανώς το σώμα της Βουλής, εν Ολομελεία, είτε αυτεπαγγέλτως, είτε κατόπιν σχετικής προτάσεως - ενστάσεως (δηλαδή ισχυρισμού περί μη συνδρομής μιας εκ των λοιπών όρων κύρους).
Κάπως έτσι, προσωπικά κατέληξα ότι αυτό που συνέβη χθες στη Βουλή, ήταν παράτυπο.
(Για το πολιτικό σκέλος όμως του ίδιου γεγονότος, οφείλω να ομολογήσω ότι αρχικά δυσθύμησα ιδιαίτερα με το γεγονός ότι οι του ΣΥΡΙΖΑ απέτυχαν να λάβουν υπ' όψιν τους ένα ενδεχόμενο, το οποίο θα τους τίναζε στον αέρα τη στρατηγική, με την υπόνοι / υποψία ότι δεν είχαν εξαντλήσει την έρευνα των πιθανών "παρενεργειών", το οποίο συνιστά κατεξοχήν λάθος τακτικής . Μετά όμως τη μελέτη - για την εξαγωγή των νομικών συμπερασμάτων που προαναφέρω - αντιλήφθηκα ότι στην έρευνα πιθανών παρενεργειών, εκ των πραγμάτων, δεν μπορούν να συνυπολογιστούν τα ενδεχόμενα που οφείλονται σε παράτυπες (αντι)δράσεις, διότι τότε, απλά, όλα είναι πιθανά. Έτσι, όμως μου δημιουργήθηκε η απορία, πώς ακριβώς παρέχεται προστασία από τις τυχόν παράτυπες ενέργειες; Απορία όμως, στην οποία δεν έχω ακόμη απαντήσει, ούτε κατά το νομικό, ούτε κατά το πολιτικό σκέλος της.)