Αυτό που με εκπλήσσει περισσότερο στις επερχόμενες εκλογές είναι το γεγονός ότι, ήδη από σήμερα, σχεδόν 2 εβδομάδες πριν από την αποκάλυψη του περιεχομένου της κάλπης, υπάρχει διάχυτη η αίσθηση ότι αυτό είναι γνωστό. Όλοι, άλλοι λιγότερο και άλλοι περισσότερο, έχουμε ήδη σχηματίσει αποκρυσταλλωμένη άποψη σχετικά με το ποιος θα είναι ο νικητής, ποιος και πως θα σχηματίσει κυβέρνηση, πόσα κόμματα θα εισέλθουν στη Βουλή και με ποια ποσοστά έκαστο.
Η έκπληξη όμως, δεν οφείλεται, κυρίως, σε αυτή την αίσθηση, αλλά στο παράδοξο που αυτή δημιουργεί. Πως μπορεί να είναι δυνατόν από τη μια ως εκλογές να ορίζεται η διαδικασία επιλογής των αξιότερων προς διακυβέρνηση και από την άλλη να είναι σχεδόν γνωστό, σε όλους, παρά τα διαφορετικά κριτήρια του καθενός, ποιοι είναι αυτοί. Με δεδομένο ότι κάτι τέτοιο θα ήταν εφικτό μόνο αν υπήρχε χαοτική - ποιοτική- διαφορά μεταξύ των αντιμαχόμενων, υπόθεση η οποία δεν ισχύει, τότε δεν μπορεί να είναι λογικό το ότι είμαστε σε θέση να προδικάσουμε το αποτέλεσμα και μάλιστα με μεγάλα ποσοστά επιτυχίας.
Κατά τη γνώμη μου, το παράδοξο αυτό οφείλεται στην ... ανακύκλωση πολιτικών. Δεκαετίες τώρα, στην Ελλάδα, ανακυκλώνουμε στη διακυβέρνηση της χώρας τα ίδια πρόσωπα και, όταν αυτά εκλείψουν, εξαιτίας των φυσικών νόμων, σειρά έχουν οι απόγονοι τους. Είμαστε μάλιστα τόσο ... ταγμένοι στην ανακύκλωση, που οποιοσδήποτε βαθμός συγγένειας, μερικές φορές και η συνωνυμία, αρκεί για να καθορίσει την ψήφο μας. Σαν το διαφημιστικό μήνυμα "Αυτήν ξέρετε, αυτήν εμπιστεύεστε".
Η τάση, ως εμμονή, της ανακύκλωσης, όμως, δεν περιορίζεται στα πρόσωπα, αλλά συμπεριλαμβάνει και τα κόμματα. Λαμβάνοντας δε υπ' όψιν ότι τα κόμματα εξουσίας είναι δύο, τότε η ανακύκλωση κάλλιστα μπορεί να χαρακτηριστεί και ως εναλλαγή.
Οι αιτίες του φαινομένου της ανακύκλωσης δεν μπορούν παρά να είναι σύνθετες. Σίγουρα όμως, κάποιες είναι περισσότερο ορατές και σε κάθε περίπτωση πιο εύκολα αποδείξιμες.
Παίρνοντας όμως τα πράγματα με τη σειρά τους, οφείλουμε, σε πρώτη φάση να επισημάνουμε κάτι που κυρίως σχετίζεται με τη νοοτροπία του ελληνικού λαού, και ίσως όχι μόνο αυτού.
Μια πρόχειρη εξέταση της ιστορίας μας αποδεικνύει ότι οι έλληνες, ανέκαθεν, αρέσκονταν στην ύπαρξη χαρισματικών ηγετών, οι οποίοι θα έπαιρναν στα στιβαρά χέρια τους το πηδάλιο του κράτους και θα το οδηγούσαν σε απάνεμα και ασφαλή λιμάνια. Διαχρονικά, το μόνο που έχει αλλάξει είναι η ικανότητα του ελληνικού λαού να διακρίνει τους χαρισματικούς ηγέτες και κατά συνέπεια, έχουν μεταβληθεί παράλληλα τα, κοινώς αποδεκτά ως απαραίτητα, χαρακτηριστικά του χαρισματικού ηγέτη. Η επιθυμία ή η ανάγκη αυτή του έλληνα νομίζω ότι αποδίδεται ορθότερα, τόσο ως προς το περιεχόμενο της, όσο και ως προς την εκδήλωση της, με την αντικατάσταση των λέξεων "χαρισματικός ηγέτης" από τη λέξη "πατερούλης", εφεξής δε αυτή θα χρησιμοποιείται.
Παράλληλα όμως, δεν θα έπρεπε να παραβλέψουμε το γεγονός ότι ο έλληνας αποστρέφεται τις αλλαγές και, στις περισσότερες περιπτώσεις, αντιδρά φοβικά σε αυτές, κατά κύριο λόγο φοβούμενος μήπως θιχθούν τα κεκτημένα του (και ως κεκτημένα στην προκειμένη περίπτωση δεν νοούνται οι δημοκρατικές κατακτήσεις ενός λαού, αλλά όσα έχει
αποκτήσει με αμφιβόλου ορθότητας και αξίας τρόπους).
Ο συνδυασμός λοιπόν, της ανάγκης ύπαρξης του πατερούλη και του φόβου απέναντι στις αλλαγές, μας έχουν οδηγήσει σήμερα στην κληρονομική δημοκρατία.
Απλό παράδειγμα των παραπάνω είναι ότι σήμερα η χώρα κυβερνάται - ακόμη - από έναν Καραμανλή και στην αντιπολίτευση είναι ένας Παπανδρέου (ο οποίος, οσονούπω, θα γίνει αυτός πρωθυπουργός). Φαντάζομαι ότι κανείς δεν αντιλέγει ότι τόσο ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, όσο και ο Γεώργιος Παπανδρέου, αλλά ακόμη και ο Ανδρέας Παπανδρέου, υπήρξαν, δικαιολογημένα ή αδικαιολόγητα, ιδιαίτερα δημοφιλείς. Αυτή η δημοφιλία τους καθίσταται δυνατό να κληρονομηθεί, όταν υπεισέρχεται ο παράγοντας φόβος προς την αλλαγή. Ο Έλληνας νιώθει πιο άνετα και μεγαλύτερη ασφάλεια ακούγοντας ένα οικείο όνομα, παρά δοκιμάζοντας κάτι καινούργιο, από το οποίο δεν ξέρει τι μπορεί να περιμένει.
Και μην γελιόμαστε, τα παραδείγματα δεν τελειώνουν με τις παραπάνω δύο αναφορές. Υπάρχουν ακόμη πολλά, τόσα πολλά που νιώθω ότι σε αυτή τη χώρα ο χρόνος έχει σταματήσει.
Στις περιπτώσεις δε, που για οποιοδήποτε λόγο δεν μπορεί να βρεθεί ένα οικείο όνομα, ο Έλληνας αρκείται και στις οικογενειακές σχέσεις που συνδέουν το νεότερο με κάποιο παλαιότερο πολιτικό άντρα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι αυτό της οικογένειας Μητσοτάκη, η οποία εσχάτως αποκαλείται και πολιτικό τζάκι, παρά το ανόρθοδοξο ότι είμαστε μόνο στη δεύτερη γενιά πολιτευτών προερχομένων από τους κόλπους της. Στην προκειμένη περίπτωση, έχουμε, αφ' ενός τον Κυριάκο Μητσοτάκη, ο οποίος κομίζει και το οικείο όνομα, αφ΄ετέρου την Ντόρα Μπακογιάννη, η οποία φέρει μεν αναγνωρίσιμο όνομα, το σημαντικό όμως πρέπει να είναι η καταγωγή της από τη γνωστή οικογένεια.
Δεν θέλω να πιστεύω ότι η Ελλάδα, ακόμη και στη σημερινή κατάντια της, δεν έχει να επιδείξει πλέον αξιόλογους άντρες (και γυναίκες), ακόμη και ως πολιτικούς. Φοβάμαι, όμως, ότι ο όποιος άξιος - αν υπάρχει τελικά - δεν μπορεί να αναδειχθεί, όταν η επιλογή γίνεται από ανάξιους, ημιμαθείς και αποβλακωμένους πολίτες. Πολίτες οι οποίοι δεν χρησιμοποιούν κριτήρια για τις αξιολογήσεις τους, πολίτες οι οποίοι, κατά βάθος, δεν επιθυμούν τη βελτίωση όταν αυτή συνεπάγεται το ξεβόλεμα τους, πολίτες οι οποίοι σε τελική ανάλυση επιλέγουν τη διαιώνιση της παρούσας κατάστασης.
Κάπως έτσι λοιπόν, φτάνουμε σήμερα να προεξοφλούμε το αποτέλεσμα των εκλογών. Είναι γνωστό σε όλους μας, είτε το παραδεχόμαστε είτε όχι, ότι θα παραμείνουμε στην ίδια συνταγή επιτυχίας (;), με την οποία πορευτήκαμε δεκαετίες τώρα. Πόσες ακόμη δεκαετίες όμως μπορούμε να συνεχίσουμε να τη χρησιμοποιούμε; Προφανώς θα το μάθουμε όταν θα αποκαλυφθούν τα αποτελέσματα της παταγώδους αποτυχίας της συναταγής αυτής και θα μείνουμε χωρίς φαγητό...