Ι. Ζω μέσα στις ρυτίδες του χρόνου, γιατί ξέρω ότι είναι ματαιόδοξος σαν γυναίκα και εκεί δεν θα με ψάξει ποτέ. Ξεκουράζομαι στις χαραμάδες της ζωής μου, γιατί εκεί λάμπει ο ήλιος. Βαδίζω
στα στενά σοκάκια ανάμεσα στα συνώνυμα και πετώ πάνω από τις λεωφόρους
των αντίθετων, γιατί εκεί υπάρχει ένας απέραντος ανεξερεύνητος κόσμος. Τρέφομαι από τις λεπτές, αδιόρατες διαφορές των εννοιών που μοιάζουν ίδιες, γιατί έτσι μαθαίνω να σκέφτομαι. Πίνω χαρά και γνώσεις από βιβλία, γιατί έμαθα ότι εκεί είναι αστείρευτες. Αγγίζω την αγάπη στα χέρια που κρατώ, γιατί εκεί είναι όλη η ζεστασιά του κόσμου. Δεν
μπορείς να με φοβίσεις, δεν μπορείς να με νικήσεις, δεν μπορείς καν να
με αγγίξεις, γιατί κάθε βράδυ, σνιφάρω λίγη από την ευτυχία που κοιμάται
στο διπλανό δωμάτιο.
ΙΙ. Λοιπόν, λυπάμαι αλλά το μέλλον δεν
μας επιφυλάσσει ρόδινες ημέρες και δεν φταίει αυτό, για όσα έρχονται.
Κοιτάω γύρω μου και δεν βλέπω ανθρώπους πια. Βλέπω μηχανές παραγωγής
σκατού και παιδιών. Κανείς δεν ενδιαφέρεται για τίποτα περισσότερο από
την προσωπική επιβίωσή του και μόνο. Κι αν αυτό μπορεί να δικαιολογηθεί
με το ένστικο επιβίωσης (άλλωστε τόσα και τόσα του έχουμε αποδώσει,
μπορούμε να του αποδώσουμε και την αποκτήνωση μας), δεν μπορεί να
δικαιολογηθεί με τον ίδιο τρόπο η άγνοια (;) εκούσια ή ακούσια, του
γεγονότος ότι, είτε μας αρέσει είτε δεν μας αρέσει, κανείς δεν μπορεί να
επιβιώσει, μαχόμενος (ενάντια σε ό,τι μάχεται ο καθένας) χωρίς τη
συνεργασία με άλλους. Η Φύση, την οποία χρησιμοποιούμε για να εξηγήσουμε
ή να δικαιολογήσουμε τόσες και τόσες πρακτικές, μας δείχνει, για την
ακρίβεια μάς έχει πετάξει κατάμουτρα την αλήθεια ότι τίποτα, ΑΠΟΛΥΤΩΣ
ΤΙΠΟΤΑ δεν επιβιώνει αυθύπαρκτο και εξ ιδίων, ότι αργά ή γρήγορα θα
στηριχθεί σε κάτι άλλο, με το οποίο, είτε θα συνεργαστεί, είτε θα
εξαφανιστεί. Εμείς, και ως εμείς εννοώ το ανθρώπινο είδος (που μαύρη η
ώρα που εμφανίστηκε στο πρόσωπο της γης, θα έλεγαν, αν μπορούσαν, πολλά
άλλα είδη), δεν εννοούμε να κατανοήσουμε τη μεγαλύτερη αλήθεια της
Φύσεως, την αλληλεπίδραση και την αλληλεξάρτηση. Δεν πειράζει όμως, η
Φύση είναι της λογικής "όπου δεν πίπτει λόγος, πίπτει ράβδος"... Και
για να έρθουμε και στα καθ' ημάς, αυτό που έχω καταλάβει για την
ελληνική κοινωνία, όπως τη ζω, είναι ότι όλοι είμαστε διατεθειμένοι και
πρόθυμοι να προσφέρουμε την κόλαση στο διπλανό μας, αρκεί αυτό να μας
εξασφαλίζει, ή να νομίζουμε ότι μας εξασφαλίζει, την επιβίωση μας.
ΙΙΙ. Σε αυτό που λέγεται social media, υποτίθεται ότι γεννιούνται νέοι τρόποι
επικοινωνίας, διαπροσωπικής και κοινωνικής, και συνεπώς νέοι κανόνες
και κατ' επέκταση νέα ήθη. Τίποτα δεν θα μπορούσε να περισσότερο ψευδές
από αυτό. Το ψεύδος βέβαια έγκειται στο γεγονός ότι η παραπάνω δήλωση,
στη γενικότητα της, αποτυπώνει ευσεβείς πόθους, τους ευσεβείς πόθους ότι
μια νέα μέθοδος μπορεί να αλλάξει τα παλιά μυαλά των ανθρώπων. Φοβάμαι
όμως πως ό,τιδήποτε νέο κι αν υπάρξει, εάν οι άνθρωποι το αντιμεωπίσουν
με την παλαιά νοοτροπία, τότε μάλλον θα το καταστρέψουν ή στην καλύτερη
περίπτωση θα του στερήσουν τη νεωτερικότητα του.
IV. Αρχικά, προσέλαβε θρησκευτικές
διαστάσεις. Οι "κακοί" έπρεπε να τιμωρηθούν. Και ως "κακοί" υποβολιμιαία
νοήθηκαν οι καροτοκυνηγούντες, οι οποίοι ναι μεν έκαναν τα λάθη τους, αλλά ακόμη
και σε συνθήκες δευτέρας παρουσίας, δεν θα μπορούσαν ούτε να παραστήσουν
πειστικά το "απόλυτο κακό". Λίγη σημασία όμως έχει τι μπορούν και τι
δεν μπορούν. Το κλειδί πάντα ήταν στην πλύση εγκεφάλου. Όσο όμως και να
πλένεις έναν εγκέφαλο που λειτουργεί, αργά ή γρήγορα, βγαίνει από το
πλυντήριο και αποφασίζει να σταματήσει να παριστάνει το γαργιασμένο
σώβρακο και να κάνει αυτό για το οποίο υπάρχει : να σκέφτεται. Και τότε
τα πράγματα ζορίζουν και στα ζόρια χρειάζονται ζόρικες λύσεις. Ο καλύτερος τρόπος για να εμποδίσεις
τις σκέψεις είναι να τις σκοτώσεις στη γέννα, χρησιμοποιώντας το
φόβο. Κανένας φοβισμένος δεν σκέφεται, ή τουλάχιστον δεν σκέφτεται
καθαρά. Φορτωθήκαμε
λοιπόν το προπατορικό αμάρτημα (35 χρόνια καρότου), άρα θα τιμωρηθούμε
σκληρά και παραδειγματικά. Η θρησκεία μας έμαθε άλλωστε ότι πρέπει
στωικά να υποστούμε την τιμωρία, όσο και αν την φοβόμαστε. Και πρέπει να
την φοβόμαστε, διότι θα είναι αμείλικτη. Και ημέρα της Κρίσεως ήρθε και
εμείς εμφανιζόμαστε ταπεινωμένοι και φοβισμένοι.
V. Άκουγα για μεγαλεπίβολα σχέδια,
αλλά και για συνωμοτικά πλάνα, και πάντα αναρωτιόμουν με ποιον ακριβώς
τρόπο "στρατεύονται" οι άνθρωποι, οι οποίοι σε αρκετές περιπτώσεις
αριθμούνται σε εκατοντάδες και χιλιάδες, υπό την έννοια της κοινής
εργασίας και συνεργασίας. Η αυτονόητη απάντηση είναι το κίνητρο. Ως
κίνητρο μπορούμε να ορίσουμε το βραχυ-μεσο-μακροπρόθεσμο συμφέρον ενός
συγκεκριμένου ανθρώπου, υπό συγκεκριμένες συνθήκες και σε συγκεκριμένο
χρόνο. Και φυσικά δεν πρέπει να παραβλέψουμε ότι τα κίνητρα επηρεάζονται
από τις προσωπικές μας θεωρήσεις, αντιλήψεις, ηθικές δεσμεύσεις. Το
κίνητρο, παρότι είμαι πεπεισμένη ότι είναι η σωστή απάντηση, πάντα μου
άφηνε απορίες, στις περιπτώσεις που το επιτελούμενο "έργο" δεν είχε
θετικό πρόσημο. Πως, με ποιον τρόπο πείθεται ένας άνθρωπος να
συμμετάσχει σε κάτι που φαίνεται να είναι αρνητικό, κακό, ή ακόμη και όταν
ο ίδιος ο συμμέτοχος το θεωρεί κακό; Και σε ένα ακόμη δυσκολότερο
σενάριο, πως λειτουργεί το κίνητρο για έναν συμμετέχοντα, που βρίσκεται,
ως εκ της θέσεως και του βαθμού συμμετοχής του, μακριά από τις
ωφέλειες του "έργου"; Τότε
αντιλήφθηκα το λάθος και την παγίδα του ερωτήματος που έθετα στον εαυτό
μου. Κίνητρο για κάποιον άνθρωπο δεν είναι απαραίτητα οι ωφέλειες που
θα αποκομίσει από την ολοκλήρωση του "έργου". Κίνητρο για έναν άνθρωπο μπορεί να οι ωφέλειες που θα αποκομίσει από τη συμμετοχή του (και μόνο) στην συλλογική προσπάθεια για την ολοκλήρωση του "έργου", ακόμη κι αν από το "έργο" καθ' εαυτό δεν έχει να προσδοκά ατομικά καμία ωφέλεια.